Η Πρώιμη φάση ανάπτυξης της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής

Είναι πλέον γνωστό σε ειδικούς και μη ότι η Ελλάδα, όπως και οι γειτονικές της νοτιοευρωπαϊκές χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης             (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), μετατράπηκε από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η εισροή μεταναστών στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 υπήρξε όντως μαζική και περιλάμβανε μετανάστες ελληνικής εθνοτικής καταγωγής όπως είναι ρωσοπόντιοι, παλιννοστούντες και οι Βορειοηπειρώτες, μετανάστες από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης, αλλά και πολίτες χωρών της Ασίας και της Αφρικής. Σε μικρότερο βαθμό εξακολούθησε δε και ο επαναπατρισμός ελλήνων μεταναστών από την δυτική Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία, καθώς και η μετανάστευση πολιτών ανεπτυγμένων χωρών (όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και άλλες) (Τριανταφυλλίδου.2010).

Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα δεν είχε νομοθετικό πλαίσιο για τον έλεγχο ή την διαχείριση μεταναστευτικών εισροών. Τα θέματα μετανάστευσης ρυθμιζόταν από το νόμο 4310 του 1929, αναθεωρημένο το 1948, ο οποίος αφορούσε κυρίως θέματα μεταναστευτικών εισροών. Ο πρώτος νόμος 1975 του 1991 με τον εύγλωττο τίτλο “Είσοδος, έξοδος, παραμονή, εργασία, απέλαση αλλοδαπών, διαδικασία αναγνώρισης προσφύγων και άλλες διατάξεις”. Ο νόμος 1975/1991 απέβλεπε κυρίως στον περιορισμό της μετανάστευσης, στον αυστηρότερο έλεγχο των συνόρων και στην απέλαση, αν ήταν δυνατό, όλων των παράτυπων μεταναστών από την ελληνική επικράτεια. Ουσιαστικά ο νόμος καθιστούσε σχεδόν ανέφικτη την είσοδο και την εγκατάσταση ξένων στη χώρα μας με σκοπό την εργασία (Μαρούκης 2010).

Στα χρόνια που ακολούθησαν, εντούτοις, πολλοί μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν και βρήκαν εργασία χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα νόμιμα έγγραφα. Πολλοί διέσχισαν τη νύχτα με τα πόδια τα βόρεια ορεινά ελληνικά σύνορα μεταξύ Αλβανίας ή Βουλγαρίας και Ελλάδας. Άλλοι έφτασαν με πλοιάρια στα νησιά του Αιγαίου ή στην Κρήτη, συνήθως με την βοήθεια οργανωμένων δικτύων λαθραίας μετακίνησης ανθρώπων. Κάποιοι διέσχισαν τα ελληνικά σύνορα με λεωφορεία, παριστάνοντας ότι ταξίδευαν οργανωμένα για τουρισμό, και κάποιοι άλλοι έφτασαν στα ελληνικά αεροδρόμια ή λιμάνια με θεωρήσεις εισόδου για τουρισμό, παραμένοντας στην Ελλάδα μετά την λήξη τους (Καβουνίδη 2002).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του SOPEMI, 1999, το 1997 διέμεναν νόμιμα στην Ελλάδα 74.500 αλλοδαποί από τους οποίους το 6% ήταν Αλβανοί, το 8% Βούλγαροι και το 17% από την Ρωσική Ομοσπονδία (ακολούθησαν οι Ρουμάνοι, οι Αιγύπτιοι, οι Ουκρανοί και οι πολίτες της πρώην Γιουγκοσλαβίας με ποσοστό 4% από την κάθε εθνικότητα). Σε αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνονται οι ομογενείς, όπως είναι άλλωστε προφανές από το υψηλό ποσοστό των πολιτών της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Στην ίδια περίοδο, πολλοί ερευνητές εκτιμούν ότι ζούσαν και εργάζονταν στην Ελλάδα τουλάχιστον 400.000 ανεπίσημοι μετανάστες ή όπως αλλιώς αποκαλούνται, μετανάστες “χωρίς χαρτιά”, δηλαδή αλλοδαποί που διέμεναν και εργάζονταν στην Ελλάδα χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα που νομιμοποιούν την παραμονή τους στην χώρα (Φακιόλας 1997).

Χρειάστηκε περισσότερο από μια πενταετία για να αναγνωρίσει η ελληνική πολιτεία ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε ούτε να αλλάξει ούτε να ρυθμιστεί με μόνο εργαλείο τον αυστηρότερο έλεγχο των συνόρων και τις μαζικές απελάσεις παράτυπων μεταναστών. Αν και είδη το 1993 συστάθηκε μια κοινοβουλευτική επιτροπή για να συζητήσει ένα νομοσχέδιο περί μετανάστευσης, τα πολιτικά κόμματα, ως φαίνεται, δεν είχαν την απαραίτητη βούληση για να προχωρήσουν σε νομοθετική ρύθμιση των ευρύτερων θεμάτων της διαχείρισης της μετανάστευσης. Έτσι, μετά από 3 χρόνια, το 1996, η επιτροπή αυτή διαλύθηκε χωρίς να παράξει κάποιο νομοσχέδιο. Μόλις στα τέλη του 1997, εκδόθηκαν δυο προεδρικά διατάγματα που εισήγαγαν το πρώτο πρόγραμμα νομιμοποίησης ανεπίσημων μεταναστών στην Ελλάδα. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι οι γειτονικές νοτιοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, που είχαν αντιμετωπίσει στην ίδια περίοδο αντίστοιχα μεγάλες και απρόσμενες μεταναστευτικές εισροές, είχαν είδη εφαρμόσει δύο τουλάχιστόν προγράμματα νομιμοποίησης με τα οποία τακτοποιούσαν τα χαρτιά αρκετών χιλιάδων ανθρώπων (Μιkrakis 1995).

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι μαζικές απελάσεις, κυρίως αλβανών πολιτών, αποτελούσαν το βασικό εργαλείο μεταναστευτικής πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης. Οι μαζικές απελάσεις χρησιμοποιούνται σαν μέτρο αποθάρρυνσης των μη νόμιμων μεταναστών, έτσι ώστε να μην έλθουν στη χώρα ή αν ζούσαν ήδη στην Ελλάδα, να την εγκαταλείψουν από το φόβο της σύλληψης και της απέλασης “εν μια νυκτία”. Παράλληλα, με το μέτρο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση επιδίωκε να ασκήσει πιέσεις στην αλβανική κυβέρνηση, προκειμένου να επιτύχει την ευνοϊκότερη μεταχείριση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Οι έλεγχοι γίνονταν σε δημόσιους χώρους, συχνά στις πλατείες, στους δρόμους ή σε άλλα στέκια στα οποία ήταν γνωστό ότι συγκεντρώνονταν μη νόμιμοι μετανάστες εργαζόμενοι αναζητώντας μεροκάματο ή για να συναντήσουν συμπατριώτες τους και να μιλήσουν λίγο τη γλώσσα τους. Τέτοιοι έλεγχοι λάμβαναν χώρα κάτω από τα μάτια ελλήνων πολιτών, ενώ συχνά οι ανεπίσημοι μετανάστες υποχρεώνονταν να επιβιβαστούν σε λεωφορεία που έφευγαν για τα ελληνοαλβανικά σύνορα χωρίς να προλάβουν καν να ειδοποιήσουν τα μέλη της οικογένειάς τους (Fakiolas, 1998).

Από την άλλη πλευρά, η απουσία μιας πιο μακροπρόθεσμης και ρεαλιστικής προοπτικής στη διαμόρφωση της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής εκείνη την περίοδο σχετίζεται με το γενικότερο γεω-πολιτικό περιβάλλον της δεκαετίας του 1990. Ήδη από τις αρχές εκείνης της δεκαετίας, η Ελλάδα αντιμετώπιζε τη νέα πραγματικότητα πολιτικής αστάθειας και εμφυλίων συρράξεων στα Βαλκάνια, που ακολούθησαν την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην ευρύτερη περιοχή της κεντροανατολικής  Ευρώπης. Εφόσον η εμφύλια διαμάχη κλιμακωνόταν σε πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η πολιτική αστάθεια και οι συγκρούσεις στην περιοχή άγγιζαν τουλάχιστον έμμεσα την χώρα, μέσω του λεγόμενου “Μακεδονικού ζητήματος” (Roudometof,1996).

Η κατάσταση αυτή, στη δεκαετία του 1990, οδήγησε στην ανάπτυξη ενός νέου κύματος “αμυντικού εθνικισμού” το οποίο έσπρωξε τις πολιτικές καθώς και τους απλούς πολίτες σε μια κατεύθυνση εσωτερικής εσωστρέφειας με στόχο την υπεράσπιση του έθνους από τους θεωρούμενους ως εξωτερικούς ή εσωτερικούς “εχθρούς”, όπως η γειτονική νέα Μακεδονία αλλά και από τους αλβανούς πολίτες που είχαν εγκατασταθεί χωρίς χαρτιά στη χώρα (Τριανταφυλλίδου 1997).

 Στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ακόμα και τα συνδικάτα παρέμεναν διστακτικά  ως προς όποια πολιτική να ακολουθήσουν στα θέματα της μετανάστευσης. Ποιοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1996 στην Αθήνα από την (Τριανταφυλλίδου ,2001κεφαλαιο 7) με την ΓΣΕΕ, ΤΟ ΕΚΑ, το συνδικάτο των οικοδόμων, έδειχνε ότι ενώ κάποιοι από τους ηγέτες των συνδικάτων παρέμειναν πιστοί στην ιδέα της αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, άλλοι δεν  ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν την ξαφνική έλευση των μεταναστών εργαζομένων. Υπό τις τότε συνθήκες, η ερμηνεία της ταξικής πάλης μέσα από ένα εθνικό πρίσμα και η εμμονή στην αλληλεγγύη μεταξύ ομοεθνών εργαζομένων, και όχι μεταξύ εργαζομένων γενικά, κέρδιζε έδαφος στα ελληνικά εργατικά συνδικάτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης ήταν ότι οι συνδικαλιστές θα επενέβαιναν σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια ενός αστυνομικού ελέγχου, οι αρχές συνελάμβαναν ένα βορειοηπειρώτη, μη νόμιμο, μετανάστη ώστε να μην απελαθεί και να μην υποστεί κυρώσεις. Αλλά δεν θα έπρατταν κάτι τέτοιο για έναν “άλλο” αλβανό πολίτη. Αντίστοιχα, το συνδικάτο οικοδόμων στήριζε τα δικαιώματα των επαναπατριζόμενων ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση για ισότητα με τους γηγενείς εργαζομένους και στις αμοιβές. Δεν έπραττε όμως το ίδιο και για τους άλλους εργαζόμενους από ξένες χώρες (Λιανός ,1996).

This entry was posted in Ψυχολογία and tagged , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *