Τα χαρακτηριστικά της δυσγραφίας και η αντιμετώπισή της

Η δυσγραφία χαρακτηρίζεται από ελαττωμένη ικανότητα του παιδιού να

συνθέσει ένα γραπτό κείμενο. Συχνά, η διαταραχή αυτή συνυπάρχει με δυσλεξία ή

δυσαριθμησία. Σπάνια εμφανίζεται μόνη της (Μάνου, 2008). Γενικά, η δυσγραφία

αφορά δυσχέρειες που δεν οφείλονται σε νοητική υστέρηση, εμφανή αντιληπτική

αναπηρία ή άλλη οργανική αδυναμία Συνήθως η διαταραχή γίνεται εμφανής στη

δεύτερη τάξη του δημοτικού (Μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2005).

Παρ’ όλα αυτά, ένας από τους πρώτους παράγοντες που εντοπίζονται

ως δυσκολία σε ένα παιδί, ήδη από το προνήπιο, είναι το κατά πόσο μπορεί να

ζωγραφίσει με άνεση και ακρίβεια ή να γράψει. Έτσι, στην ηλικία των 3 ετών θα

πρέπει το παιδί να μπορεί να αντιγράψει με ακρίβεια σταυρό και κύκλο, στα 4 να

κρατά σωστά το μολύβι και να βάφει σωστά μέσα σε πλαίσιο χωρίς να βγαίνει έξω,

στα 5 να ζωγραφίζει ανθρωπάκι και στα 6 να αντιγράφει όλα τα κεφαλαία γράμματα

του αλφαβήτου και να γράφει το όνομά του σε σειρά τετραδίου (Πολυμεροπούλου,

2008).

Από πολύ νωρίς, λοιπόν, μπορεί να διαγνώσει ο/ η νηπιαγωγός και αργότερα

στην Α΄ δημοτικού ο δάσκαλος του σχολείου τις δυσκολίες που μπορεί να

αντιμετωπίζει ένας μαθητής στην προγραφή και τη γραφή (Πολυμεροπούλου, 2008).

Τα βασικά χαρακτηριστικά της δυσγραφίας είναι:

Αδέξιο ή προβληματικό κράτημα του μολυβιού.

Προβληματική θέση καρπού, σώματος και θέσης τετραδίου.

Πολλά σβησίματα και διορθώσεις.

Δυσανάγνωστο κείμενο.

Ανάμειξη κεφαλαίων και πεζών.

Ασυνέπειες σε μέγεθος και σχήμα γραμμάτων.

Υπερβάσεις περιθωρίων.

Πολύ αργός ή πολύ γρήγορος ρυθμός γραφής.

Μη ολοκληρωμένες λέξεις και παραλείψεις.

Ακατάλληλο διάστημα μεταξύ γραμμάτων και λέξεων.

Ψιθύρισμα των λέξεων κατά τη γραφή.

Απουσία σχεδιασμού και βελτίωσης κατά τη γραφή (Σπαντιδάκης, 2004).

Εφόσον διαπιστωθούν δυσκολίες στους τομείς που αναφέρθηκαν,

οργανώνεται εξατομικευμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης στη γραφή. Οι καλύτερες

ηλικίες για να γίνει αυτό βρίσκονται μεταξύ των 4 ετών (εδώ παίζει σημαντικό ρόλο

η διάγνωση των δυσκολιών από τη νηπιαγωγό) και φτάνει μέχρι και τη Γ’ δημοτικού.

Μετά από την ηλικία των 8-9 ετών μιλάμε απλά για βελτίωση (Πολυμεροπούλου,

2008).

Κατάλληλες για το σκοπό αυτό είναι οι ασκήσεις ενδυνάμωσης των

δακτύλων, με εκτέλεση λεπτών κινήσεων καθημερινής ζωής (κόψιμο με ψαλίδι,

κούμπωμα ρούχων, φόρεμα παπουτσιών κτλ.). Επόμενος σκοπός είναι το σωστό

κράτημα του μολυβιού και έπειτα μπορούμε να περάσουμε στη σωστή φορά της

κίνησης της γραφής (Πολυμεροπούλου, 2008).

Σειρά έχουν: ο σχηματισμός γεωμετρικών σχημάτων, ο σχηματισμός ευθειών

αρχικά, και στη συνέχεια οριζόντιων και κάθετων γραμμών μέσα σε συγκεκριμένα

πλαίσια, σχηματισμός τεθλασμένων και καμπύλων γραμμών. Στη συνέχεια, το παιδί

μπορεί να ξεκινήσει γράφοντας τα γράμματα σε μεγάλο μέγεθος, ώσπου να φτάσει

σταδιακά στο επιθυμητό (Πολυμεροπούλου, 2008).

Διάφορες έρευνες έδειξαν τη σοβαρή αλληλεπίδραση που υπήρξε ανάμεσα

στη βελτίωση στη γραφή και τη μαθησιακή απόδοση παιδιών που αντιμετώπιζαν

μαθησιακές δυσκολίες στη γραφή. Αυτό είναι αρκετό για να κατανοήσει κανείς τη

σπουδαιότητα της πρώιμης αντιμετώπισης των δυσκολιών της γραφής, μίας τόσο

σημαντικής δεξιότητας του ανθρώπου για όλη την εξέλιξή του (Πολυμεροπούλου,

2008).

Βιβλιογραφικές αναφορές:

Μάνου, Ν., 2008. Διαταραχές Μάθησης. Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Αθήνα:

Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Μαριδάκη – Κασσωτάκη, Α., 2005. Δυσκολίες Μάθησης: ψυχοπαιδαγωγική

προσέγγιση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πολυμεροπούλου, Β., 2008. Η γραφή και η σημασία της. [Ανακτήθηκε από το

διαδίκτυο]. Διαθέσιμο από:

< http://blogs.sch.gr/emiliaraki/files/2009/01/i_grafi_kai_i_simasia_tis.pdf>.

[Προσβάσιμο στις 28/05/2011].

Σπαντιδάκης, Ι., 2004. Προβλήματα παραγωγής γραπτού λόγου παιδιών σχολικής

ηλικίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

This entry was posted in Εκπαίδευση, Ψυχολογία. Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *