Η ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ως αποκέντρωση ορίζεται η μετακίνηση δύναμης από ένα κεντρικό σε τοπικά σημεία, αφορά στη μετατόπιση της θέσης αυτών που κυβερνούν (McGinn and Welsh, 1999) και στην τοποθέτηση διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε χαμηλότερα επίπεδα (Karstanje, 1999). Η αποκέντρωση είναι μια τάση που προέρχεται από τον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων. Οι τελευταίες, ενώ μεγάλωναν και γίνονταν πιο περίπλοκες, υιοθέτησαν την αποκέντρωση σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιήσουν την καλή χρήση των πόρων και την αποτελεσματικότητα τους, μειώνοντας την απόσταση μεταξύ των τμημάτων του οργανισμού τους και μετακυλώντας τα οικονομικά ρίσκα σε ένα χαμηλότερο επίπεδο (Karstanje,1999).

Ο δημόσιος τομέας σύντομα ακολούθησε τον ιδιωτικό και η αποκέντρωση διαδόθηκε σε κυβερνητικούς οργανισμούς και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης. Σαν αποτέλεσμα η εκπαιδευτική αποκέντρωση μπορεί να αναγνωριστεί σαν μια από τις σημαντικότερες τάσεις της τελευταίας εικοσαετίας (Foskett and Lumby, 2003). Η Abu-Duhou (1999) περιγράφει το φαινόμενο της αποκέντρωσης στην εκπαίδευση σαν μια μεταφορά δύναμης από ψηλότερες (κεντρικές) σε χαμηλότερες (σχολικές) αρχές, σε σχέση με το αναλυτικό πρόγραμμα, τους προϋπολογισμούς, την κατανομή πόρων, το προσωπικό, τους μαθητές και την αξιολόγηση. Οι Bullock and Thomas (1997) προσθέτουν την «πρόσβαση» στις πιο κάτω περιοχές αποφάσεων που μπορούν να μετατοπιστούν.

Πολλοί ερευνητές έχουν αναγνωρίσει εφαρμογές της αποκέντρωσης σε εκπαιδευτικά συστήματα χωρών σε όλο τον κόσμο (Caldwell, 2000). Ο Karstanje (1999) αναφέρει, για παράδειγμα, ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν επηρεαστεί από την τάση προς την αποκέντρωση και η Abu-Duhou (1999) κάνει το ίδιο για πολλές άλλες χώρες παγκόσμια. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η μορφή και ο βαθμός εφαρμογής της αποκέντρωσης παρουσιάζει πολύ μεγάλη ποικιλία και για αυτό η αποκέντρωση δεν πρέπει να θεωρείται ένα, μοναδικό και ομοιογενές φαινόμενο (McGinn and Welsh, 1999). Τα διαφορετικά μοντέλα διοίκησης μπορούν να τοποθετηθούν πάνω σε ένα φάσμα από τον πλήρη συγκεντρωτισμό στην πλήρη αποκέντρωση. Συγκεντρωτικά συστήματα μπορούν να οριστούν αυτά στα οποία η εξουσία και οι πόροι συγκεντρώνονται σε ένα κεντρικό σημείο και αποκεντρωτικά συστήματα ορίζονται αυτά στα οποία εξουσία και πόροι μετακινούνται εγγύτερα στο σημείο εφαρμογής τους, στο σημείο προσφοράς της υπηρεσίας (Foskett and Lumby, 2003). Ο βαθμός αρμοδιότητας και ευθύνης κατά τη λήψη απόφασης που μεταφέρεται από την κεντρική κυβέρνηση, σε κάθε περίπτωση, εξαρτάται από το περιβάλλον και διαφοροποιείται ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες (Bush, 1999).

Διαφορετικά συστήματα αποκέντρωσης στα σχολεία έχουν ονομαστεί με πολλούς διαφορετικούς όρους οι οποίοι μεταξύ άλλων είναι: School Based Management (SBM), Local Management of Schools, Grant Maintained Schools, Schools of the Future, Tomorrows Schools and School Based Decision Making. Σε όλες τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι η μεταφορά ελέγχου και αρμοδιότητας στο τοπικό επίπεδο, παρόλο που ο βαθμός αποκέντρωσης δεν είναι ομοιογενής (Johnson, 1994). Ένας ορισμός του τι συνιστά ένα αυτοδιοικούμενο σχολείο δίδεται από τους Caldwell and Spinks οι οποίοι το ορίζουν ως: ένα σύστημα εκπαίδευσης στο οποίο έχει αποκεντρωθεί ένας σημαντικός βαθμός εξουσίας και υπευθυνότητας για να παίρνει αποφάσεις αναφορικά με τη διαχείριση πόρων μέσα σε ένα κεντρικά καθορισμένο πλαίσιο στόχων, στρατηγικών, επιπέδων και υπευθυνοτήτων. Η χρήση του όρου «πόροι» χρησιμοποιείται ευρέως για να συμπεριλάβει γνώσεις, τεχνολογία, δύναμη, υλικά, προσωπικό, χρόνο, αξιολόγηση, πληροφορίες και χρηματοδότηση (Caldwell and Spinks, 1998:4-5).

Βιβλιογραφία

Abu-Duhou, I. (1999) School-Based Management, Paris: Unesco, IIEP.

Bullock, A., Thomas, H., (1994) The LMS “Impact” Project for the National Association of Headteachers, Birmingham: University of Birmingham.

Bush, T. (1999) Introduction: Setting the Scene. In Bush, T., Bell, L., Bolam, R., Glatter, R. and Ribbins, P. (eds) (1999) Educational Management: Redefining Theory, Policy and Practice, London: Paul Chapman.

Caldwell, B. (2000) Local Management and Learning Outcomes: Mapping the Links in Three Generations of International Research. In Coleman, M. and Anderson, L. (eds.) (2000) Managing Finance and Resources in Education, London: Paul Chapman.

Caldwell, B. and Spinks, J. (1998) The Self-Managing School, London: Falmer Press.

Foskett, N. and Lumby, J. (2003) Leading and Managing Education: International Dimensions, London: Paul Chapman.

Johnson, N. (1994) “Education Reforms and Professional Development of Principals: Implications for Universities”, Journal of Educational Administration, 32(2), 5-20.

Karstanje, P. (1999) Decentralisation and Deregulation in Europe: Towards a Conceptual Framework. In Bush, T., Bell, L., Bolam, R., Glatter, R. and Ribbins, P. (1999) (eds) Educational Management: Redefining Theory, Policy and Practice, London: Paul Chapman.

McGinn, N. and Welsh, T. (1999) Decentralization of education: why, when, what and how?, Paris: Unesco, IIEP.

This entry was posted in Εκπαίδευση and tagged , , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *