ΑΤΟΜΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ:ΟΡΙΣΜΟΙ

Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιστήμη της Κοινωνιολογίας παρόλο που έχει αναλύσει εκτενώς τις έννοιες των κοινωνικών ομάδων, των τάξεων και των θεσμών, σπάνια έχει ασχοληθεί με τον όρο άτομο, του οποίου την ανάλυση άφηνε συνήθως στις επιστήμες της βιολογίας, της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας. Προκύπτει επιπλέον ότι περισσότεροι ορισμοί στους οποίους μπορούμε να ανατρέξουμε για τον όρο «άτομο» προέρχονται κυρίως από φιλοσόφους, αν και αρκετοί εξ’ αυτών, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αντιμετώπιζαν τον όρο ως μια εξωκοινωνική κατηγορία. Η έννοια άτομο δεν μπορεί να προσληφθεί ως κάτι εξωκοινωνικό από τον Descartes και μετά. Αυτό επηρεάζει τους περισσότερους φιλοσόφους του 19ου αιώνα, οι οποίοι «αποκλείστηκαν από την εμπειρία τόσο της πρωτοκαθεδρίας του μεμονωμένου ατόμου, όσο κι από τη συμπληρωματική προς αυτό κοινωνία» (Αντόρνο, Χορκχάϊμερ, 1987, σελ. 56).

Σύμφωνα με τον Boethius το άτομο ορίζεται με διάφορους τρόπους. «Άτομο καλείται κάτι που δε μπορεί να διαιρεθεί όπως η ενότητα ή το πνεύμα. Κάτι επίσης που δε μπορεί να διαιρεθεί, ένεκα της σκληρότητάς του, όπως τ’ ατσάλι· άτομο αποκαλείται κάτι το οποίο κατά την ιδιαίτερη ονομασία του, ταιριάζει σε ομοιότητα, όπως ο Σωκράτης» (Αντόρνο, Χορκχάϊμερ, 1987, σελ. 56).

Άλλος ορισμός, είναι αυτός του Leibniz, που δεν κάνει χρήση οντολογικών βοηθητικών εννοιών και θεωρεί ότι το άτομο ορίζεται αυθύπαρκτα .

Όσον αφορά στον όρο «κοινωνία», οι ορισμοί της μπορούν να φανούν αρχικά αυτονόητοι. Αφενός, αναφέρεται στην «ανθρωπότητα καθώς επίσης και στις μονάδες διαφορετικού μεγέθους και σπουδαιότητας από τις οποίες αποτελείται» (Αντόρνο, Χορκχάϊμερ, 1987, σελ. 31) και αφετέρου, μπορούμε να την κατανοήσουμε καλύτερα εννοιακώς, εάν επικεντρώσουμε την ανάλυσή μας στο στοιχείο που αναφέρεται «στη συνένωση και στο χωρισμό της βιολογικής μονάδας «άνθρωπος», στο στοιχείο εκείνο μέσω του οποίου αναπαράγουν τη ζωή τους, κυριαρχούν στην εσωτερική και εξωτερική φύση και από το οποίο προκύπτουν οι μορφές κυριαρχίας και οι συγκρούσεις στη ζωή τους» (Αντόρνο, Χορκχάϊμερ, 1987, σελ. 31).

Όμως αυτοί οι ορισμοί είναι αρκετά απλοϊκοί, καθώς δεν περιλαμβάνουν όλες τις σημασίες που ακολουθούν και χαρακτηρίζουν τον όρο.Θα μπορέσουμε να μιλήσουμε πληρέστερα επί αυτού, όταν κατανοηθεί ως διανθρώπινος δεσμός με πυρήνα την αλληλεξάρτηση. Η ολότητα, μπορεί να υπάρχει μόνο εντός μιας λειτουργικής ενότητας. Στο κάθε άτομο ανατίθεται μια συγκεκριμένη λειτουργία και ο προσδιορισμός του, προκύπτει από το γεγονός του ανήκειν στη συνολική δομή.

Είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε ότι το άτομο και η κοινωνία είναι αλληλένδετα.

Σύμφωνα με την κλασική κοινωνιολογία, που ασπάζεται την αριστοτελική πολιτική, το όλον προηγείται του μέρους. Δηλαδή, το άτομο αποτελεί στοιχείο της κοινωνίας και μόνο εντός της μπορεί να ολοκληρωθεί. Ο άνθρωπος, αποτελεί κοινωνικοποιημένο ον και «είναι φυσικό να υπάρχει μέσα στην κοινότητα της πόλης και μόνο μέσα σ’ αυτήν μπορεί να ολοκληρωθεί η ίδια η φύση του» (Αντόρνο, Χορκχάϊμερ, 1987, σελ. 61).

Κατά τον Kant, ο άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει εκτός κοινωνίας – κάτι που ασπάζεται και ο Hegel – καθώς αποτελεί κοινωνικό ον .

Πέραν αυτών των απόψεων, η σπουδαιότερη συνέπεια όσον αφορά στην επίγνωση της αλληλεπίδρασης ατόμου και κοινωνίας, είναι η άποψη ότι το ον «άνθρωπος» μπορεί να είναι πλήρες μόνο στα πλαίσια μιας δίκαιης ανθρώπινης κοινωνίας. Μόνο εκεί μπορεί ο άνθρωπος «να πραγματοποιήσει την ιδέα του» (Αντόρνο, Χορκχάϊμερ, 1987, σελ. 66).

Βιβλιογραφία

Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ – ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ, Επιμέλεια: Τέοντορ Αντόρνο και Μαξ Χορκχάϊμερ, Μετάφραση: Διονύσης Γρέβαρης, Κριτική, Αθήνα: 1987.

This entry was posted in Κοινωνιολογία and tagged , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *