Η ρύπανση του εδάφους από τοξικά μέταλλα σε περιοχές εξόρυξης θειούχων μεταλλευμάτων είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που χρήζει άξιο ενδιαφέροντος περιβαλλοντικών γεωχημικών ερευνών. Το έδαφος αποτελεί ένα υλικό της γήινης επιφάνειας στο οποίο αλληλεπιδρούν φυσικές διεργασίες της ατμόσφαιρας, της βιόσφαιρας και της λιθόσφαιρας. Συνεπώς, η παρουσία τοξικών μετάλλων σε αυτό μπορεί να έχει βλαβερές συνέπειες στα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο κάτω από ορισμένες συνθήκες. Ο βαθμός της επικινδυνότητας ενός συγκεκριμένου χημικού στοιχείου στο έδαφος εξαρτάται από τη συγκέντρωση του στοιχείου, τη χημική μορφή με την οποία εμφανίζεται, την κοκκομετρία, το εδαφικό ή υδατικό pH, τον τύπο της βλάστησης, το βαθμό έκθεσης των οργανισμών στο στοιχείο αυτό και τη δοσολογία (Appleton, 1995).
Οι περιοχές μεταλλευτικής δραστηριότητας χαρακτηρίζονται γενικά από υψηλές συγκεντρώσεις δυνητικά τοξικών χημικών στοιχείων στο έδαφος οι οποίες σχετίζονται τόσο με τις διεργασίες της φυσικής και χημικής αποσάθρωσης των εμπλουτισμένων πρωτογενών πετρωμάτων και την παιδογένεση, όσο και με τις ανθρώπινες δραστηριότητες της εξόρυξης και επεξεργασίας των μεταλλευμάτων (Appleton, 1995). Ο έλεγχος της περιβαλλοντικής κατάστασης σε ενεργές ή εγκαταλειμμένες μεταλλευτικές ή μεταλλουργικές περιοχές, καθώς επίσης η παρακολούθηση της προόδου και της επιτυχίας τεχνικών αποκατάστασης μπορεί να γίνει με σύγχρονες τεχνικές. Οι τεχνικές αυτές περιλαμβάνουν εφαρμογή γεωχημικών μεθόδων και εργαλείων Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS) για τη χωρική αποτύπωση της έκτασης της ρύπανσης ή την μοντελοποίηση της διασποράς της συναρτήσει του χρόνου.
Η δισδιάστατη απεικόνιση του γεωχημικού ανάγλυφου μιας περιοχής, δηλαδή η δημιουργία ενός γεωχημικού χάρτη αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της εφαρμοσμένης γεωχημείας. Παραδοσιακά, οι γεωχημικοί χάρτες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην ανίχνευση νέων κοιτασμάτων φυσικών πόρων κάνοντας άμεσα αντιληπτή την χωρική διακύμανση των τιμών συγκεντρώσεων χημικών στοιχείων οικονομικού ενδιαφέροντος. Τα τελευταία χρόνια η γεωχημική χαρτογράφηση εξυπηρετεί επίσης τους στόχους της προστασίας του περιβάλλοντος δίνοντας την ευκαιρία στους επιστήμονες να συσχετίζουν υψηλές συγκεντρώσεις στοιχείων σε ποικίλα γεωχημικά μέσα με συγκεκριμένες χωρικά πιθανές πηγές ρύπανσης, να διακρίνουν φυσικές και ανθρωπογενείς γεωχημικές ανωμαλίες και να αξιολογούν την περιβαλλοντική επικινδυνότητα μιας συγκεκριμένης περιοχής. Με αυτό τον τρόπο οι γεωχημικοί χάρτες παρέχουν ένα αντικειμενικό κριτήριο για τις ανάγκες περιβαλλοντικής αποκατάστασης ή τον σχεδιασμό έργων ανάπτυξης με πιθανές μελλοντικές συνέπειες στο περιβάλλον.
APPLETON, J. D. (1995) Potentially harmful elements from natural sources and mining areas: characteristics, extent and relevance to planning and development in Great Britain, British Geological Survey, Technical Report WP/95/3, Keyworth, Nottingham