Πλωτίνος και Ευδαιμονία

Ξεκινώντας την πραγμάτευση του θέματος της ευδαιμονίας, ο Πλωτίνος εξετάζει εάν αυτή είναι κάτι στο οποίο μετέχουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί. Θέτοντας την υπόθεση ότι η ευδαιμονία είναι ταυτόσημη με την ευζωία, αναρωτιέται γιατί να μην αποδίδουμε τον χαρακτηρισμό του ευδαίμονος και στα ζώα ή ακόμα και στα φυτά. Για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, ο Πλωτίνος εξετάζει το νόημα της έννοιας ‘ευζωία’. Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι η ευζωία συνίσταται στην ευχάριστη διάθεση ή στην ικανότητα να πραγματοποιούν τα όντα αυτό που ορίζει η φύση τους χωρίς εμπόδια, τότε μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έχουν ή τουλάχιστον δύνανται να έχουν ευζωία.

Απαντώντας έμμεσα στις προηγούμενες φιλοσοφικές θέσεις περί της ευδαιμονίας, ο Πλωτίνος ισχυρίζεται ότι, αν θεωρήσουμε ότι η ευδαιμονία αποτελεί σκοπό, δηλαδή το αριστοτελικό τελικό αντικείμενο της φυσικής παρόρμησης, ούτε αυτό θα μας εμπόδιζε να την αποδώσουμε σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, εφόσον θα έφταναν στον τελικό αυτό σκοπό τους. Στην πιθανή αντίρρηση ότι τα φυτά ίσως θα έπρεπε να εξαιρεθούν, καθώς δεν μοιάζουν σημαντικά ή δεν έχουν αίσθηση, ο Πλωτίνος αντιτάσσει ότι και αυτά έχουν ζωή, η οποία επομένως θα μπορούσε να είναι ευχάριστη ή όχι. Έτσι, αν η ευζωία ταυτιστεί με την ηδονή, όπως θεωρούσαν οι επικούρειοι, τότε εύκολα μπορεί να αποδοθεί στα ζώα και στα φυτά. Το ίδιο και αν θεωρήσουμε ότι η ευζωία συνίσταται, όπως έλεγαν οι στωικοί, στο να ζει κανείς σύμφωνα με τη φύση του, ή στην σκεπτική αταραξία.

Εξάλλου, ισχυρίζεται ο Πλωτίνος, εάν δεν δεχτούμε την ευδαιμονία για τα φυτά, επειδή αυτά δεν διαθέτουν αίσθηση, τότε δεν θα πρέπει να την δεχτούμε για όλα τα ζώα. Η αιτιολόγηση που δίνει σ’ αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι ένα πράγμα είναι αγαθό ανεξάρτητα από το εάν έχουμε την αίσθησή του ή όχι, εάν αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του δηλαδή, και επίσης εφόσον αυτό είναι παρόν τότε βρισκόμαστε ήδη σε κατάσταση ευδαιμονίας, χωρίς να είναι απαραίτητο να την αισθανόμαστε ως τέτοια. Αλλιώς θα ήταν σαν να λέγαμε ότι η αίσθηση της ύπαρξης του αγαθού αποτελεί αγαθό και όχι αυτό καθαυτό το αγαθό.

Ο συλλογισμός αυτός οδηγεί στη σκέψη ότι ίσως και τα δύο να είναι απαραίτητα για την κατάσταση της ευδαιμονίας, δηλαδή και η παρουσία του ίδιου αγαθού και η επίγνωσή του. Σε αυτή την περίπτωση, λέει ο Πλωτίνος, δεν μιλούμε πια για την αισθητική λειτουργία, αφού αυτή δεν μπορεί να δώσει επίγνωση μιας κατάστασης παρά μόνο αίσθηση, αλλά για μια ανώτερη λειτουργία.

Έτσι, καταλήγει ο Πλωτίνος, αιτία της ευζωίας δεν είναι η ηδονή, αφού αυτή είναι αίσθημα, αλλά αυτό που έχει τη δυνατότητα να κρίνει εάν η ηδονή είναι αγαθό, δηλαδή το λογικό ή ο νους. Αυτός είναι τελικά και ο λόγος που τα ζώα και τα φυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ευδαίμονα.

Για να ολοκληρώσει το επιχείρημα, ο Πλωτίνος διευκρινίζει ότι δεν δεχόμαστε το λογική ως αιτία της ευδαιμονίας επειδή αυτή είναι πιο επιτήδεια και μπορεί πιο εύκολα να αποκτά «τα κατά τη φύση πρώτα». Γιατί έτσι θα δεχόμασταν ότι και οι υπόλοιποι ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να επιτύχουν την ευδαιμονία εάν πετύχουν από τη φύση τους «τα κατά τη φύση πρώτα». Και τότε το λογικό θα εξασκούσε απλά μια υπηρετική λειτουργία, οπότε δεν θα χρειαζόταν να προσπαθούμε για την τελείωσή του, η οποία θεωρητικά συνιστά την αρετή. Αντίθετα, λέει ο Πλωτίνος, το λογικό είναι τέλειο από τη φύση του, και αυτό σημαίνει ότι «η τέλεια, η αληθινή και πραγματική ζωή βρίσκεται σ’ εκείνη τη νοητική φύση», ενώ όλες οι άλλες ζωές (των ζώων και των φυτών) είναι «ατελείς και απεικάσματα ζωής». Έτσι λοιπόν, πραγματική ευζωία μπορεί να έχει μόνο ο άνθρωπος από όλα τα έμβια όντα, αφού μόνο αυτός διαθέτει νόηση.

Μαστοράκη Ανδρονίκη

This entry was posted in Φιλολογία and tagged , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *