ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Οργανωτική ψυχολογία εφαρμοζει την ψυχολογική γνώση,θεωρία και πρακτική
στον χώρο της εργασίας. Εστιάζει στον τρόπο που οι εργασιακές συνθήκες, και
λειτουργίες επηρεάζουν τους ανθρώπους με το να τους περιορίζουν η αναπτύσουν
και με το να επιδρούν στην ευημερία τους αλλα και στο πως τα άτομα και τα
επιμέρους χαρακτηριστικά των ανθρώπων προσδιορίζουν τι εργασία γίνεται και
πώς. Οι Οργανωτικοί Ψυχολόγοι επίσης ταυτοποιούν και επιλύουν οργανωτικά
ζητήματα που έχουν σχέση με π.χ τον πολιτισμό μιας ομάδας, την εκπαίδευση,
υγεία και ασφάλεια, εφαρμόζουν εξειδικευμένη γνώση σε όλα τα επίπεδα της
εργασίας(ατομικό,ομάδος,οργανωτικό) μπορεί να εργάζονται σε συμβουλευτικό
ρόλο,η μεσα σε ενα εργασιακό χώρο σε συνεργασία με managers,εκπαιδευτές
προσωπικού,συνδικαλιστές,ομάδες και μεμονομένο προσωπικό.
Οι Οργανωτικοί Ψυχολόγοι επιτελούν ενα ευρύ φάσμα ερευνητικών μελετών
σχεδιασμένων να παρέχουν πρακτικές λεπτομέρειες για όλους τους τομείς του
εργασιακού περιβάλοντος π.χ, ο ρόλος των γνωρισμάτων της προσωπικότητας
στην διαδικασία πρόσληψης, φραγμοί στην επιτυχή απασχόληση εργαζομένων με
αναπηρίες,τα πολιτισμικά στοιχεία ενός εργασικού περιβάλλοντος, οι αιτίες της
εθελοντικής αποχώρησης και απουσίας απο τα εργασιακά καθήκοντα,οι αιτίες
της επιθετικότητας στον εργασιακό χώρο, οι αιτίες του εργασιακού στρες, τι έλκει
τα άτομα σε συγκεκριμμένους οργανισμούς, τι κινητοποιεί τους εργαζομένους
να κανουν το καλύτερο σε ένα εργασιακό χώρο,και οι διαφορετικές αρχηγικές
συμπεριφορές αναλογα με το φυλλο και την εθνικότητα είναι μερικές απο τις
μελέτες που διεξάγονται απο τους Οργανωτικούς Ψυχολόγους. Αυτές οι ερευνητικές
δραστηριότητες έχουν ένα κοινό σκοπό την βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος
για τους εργαζόμενους και τους εργοδότες, μέσα απο την αποτελεσματική χρήση των
δεδομένων και συνιστώμενων εργασιακών πρακτικών
Η ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Tα τελευταία 40 χρόνια έχουν συμβεί μεγάλες αλλαγές στον εργασιακό χώρο. Η
αυξηση στην χρήση της πληροφορίας στην εργασία, η παγκοσμιοποίηση πολλών
βιομηχανιών,οργανωτικες αναδιαρθρώσεις, αλαγγές στον χρόνο και τα συμβόλαια
εργασίας, έχουν μετασχηματίσει ραγδαία την φύση της εργασίας σε πολλούς
οργανισμούς.
Το εργατικό δυναμικό απο μόνο του υπόκειται σε μεγαλύτερη ποικιλομορφία,με
άυξηση της συμμετοχής των γυναικών, εναν αυξανόμενο αριθμό ατόμων που
εργάζονται ταυτόχρονα σε δύο δουλειλες καθώς και ηλικιωμένων εργαζόμενων. Η
επίδραση όλων αυτών των μεταβολών επιδρά στην ευημερία και την καλή ψυχική
υγεία και ομαλή ένταξη των εργαζομένων. Καθήκον της Οργανωτικής Ψυχολογίας
ειναι να μελετήσει αυτες τις μεταβολές και να προτείνει λύσεις καλύτερης
προσαρμογής των εργαζομένβν μέσα σε έναν εργασιακό Οργανισμό.
Τέσσερις παράγοντες φαίνεται πως επηρεάζουν περισσότερο αυτήν την προσαρμογή:
Η ανασφάλεια στην εργασία, η ώρες εργασίας, ο έλεγχος στην εργασία,και ο τύπος
διοίκησης.(managerial style).
Τις τελευταίες τέσσεςρις δεκαετίες του εικοστού αιωνα ,η φύση της εργασίας
άλλαξε δραματικά για πολλούς ανθώπους.Οι δεκαετίες του 1960 και 1970 είδαν
την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα την χρήση των υπολογιστών στον
εργασιακό χώρο. Ακολουθησε στην δεκαετία του 1980 μια τεράστια στροφή προς την παγκοσμιοποίηση με πολλούς οργανισμούς να βιώνουν συγχωνεύσεις,στρατηγικές
συμμαχίες καθώς και ιδιωτικοποιήσεις.
Αυτή η μεταβατική περίοδος οδήγησε σε αυξανόμενη οικονομκή ανταγωνιστικότητα
στις διεθνείς αγορές για όσες χώρες υιοθέτησαν αυτές τις αλλαγές. Στην δεκαετία
του 1990 μια βασική αναδόμηση της εργασίας άρχισε να λαμβάνει χώρα. Οργανισμοί
σε χώρες που χτύπήθηκαν απο την ύφεση της προηγούμενης περιόδου ,μείωσαν το
μέγεθος τους και αναδιοργανώθηκαν σε μια προσπάθεια να επιβιώσουν.
Κατα την τελευταία δεκαετία ,αυτη η τάση αναδιάρθρωσης και μείωση του
μεγέθους συνεχίστηκε σε πολλλούς οργανισμούς,ταυτόχρονα με άλλες μεθόδους
(sub-contracting,out -sourcing) σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν επιτυχώς
σε μια αυξανόμενα ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά. Υπήρξε έτσι μια αύξηση
σε αύξηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου(short-term contracts),σαν αποτέλεσμα
πιθανώς της απορύθμισης των μακροχρόνιων συμβάσεων και των περιορισμένων
απαιτήσεων για μόνιμο προσωπικό σε πολλές χώρες (OECD, 1999). Αλλες αλλαγές
συμπεριλαμβάνουν νέους τύπους εργασίας,όπως τηλε-εργασία,(εργασία απο το
σπίτι), αυτοκαθοριζόμενη εργασία και εργασία σε ομάδες,μια συνεχώς αυξούμενη
εξάρτηση σε εργασία με την χρήση υπολογιστών(computerized technology ) ακόμη
σε μια μετακίνηση σε δάνειο εργατικό προσωπικό,αυτό που αποκαλούμε ενοικίαση
εργαζομένων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aaras, A., Horgen, G., & Ro, O. (2000). Work with the visual display unit: Health
consequences.International Journal of Human–Computer Interaction, 12, 107–134.
Averill, J. R. (1973). Personal control over aversive stimuli and its relationship to
stress. Psychological Bulletin, 80, 286–303.
Baker, D. B., & Landrigan, P. J. (1990). Occupational related disorders.
Environmental Med icine, 74, 441–460.
Balshem, M. (1988). The clerical workers’ boss: An agent of job stress. Human
Organization, 47, 361–367.
Baltes, B. B., Briggs, T. E., HuV , J. W., Wright, J. A., & Neumann, G. A. (1999).
Flexible and compressed work week schedules: A meta-analysis of their eV ects on
work-related criteria. Journal of Applied Psychology, 84, 496–513.
Bass, B. M. (1985). Lead ership and performance beyond expectations. New York:
Free Press.
Bass, B. M. (1998). Transformational lead ership: Ind ustry, military, and ed ucational
impact. Mahwah, NJ: Erlbaum.
Beatson, M. (1995). Labour market exibility. Series No. 48. London: Employment
Depa urns, J. M. (1978). Lead ership. New York: Harper & Row.
Cameron, K., Freeman, S., & Mishra, A. (1991). Best practices in white-collar
downsizing: Managing contradictions. Acad emy of Management Executive, 5, 57–
63.
Daley, A. J., & Par tt, G. (1996). Good health—is it worth it? Mood states, physical
well-being, job satisfaction and absenteeism in members and non-members of British
corporate health and clubs. Journal of Occupational and Organizational Psychology,
69, 121–134.
Ekberg, K., Eklund, J., Tuvesson, M., Oertengren, R., Odenrick, P., & Ericson, M.
(1995).
Psychological stress and muscle activity during data entry at visual display units.
Work and Stress, 9, 475–490.
letcher, B. C. (1988). Occupation, marriage and disease-speci c mortality. Social
Science and Med icine, 77, 615–622.
Gall, G. (1996). All year round: The growth of annual hours in Britain. Personnel
Review, 25, 35–52.
Goodman, P. S., Devada, R., & Hughson, T. G. (1988). Groups and productivity:
Analyzing the efectiveness of self-managing teams. In J. P. Campbell, R. J. Campbell
& Associates (Eds.)
Hoel, H., & Cooper, C. L. (2000). Destructive con ict and bullying at work.
Manchester School of Management, UMIST. Unpublished report.
S. M., & Bliese, P. D. (1999). eficacy beliefs as a moderator of the impact of work-
related stressors: A multi-level study. Journal of Applied Psychology, 84, 349–361.
Lewis, S., Watts, A., & Camp, C. (1996). In S. Lewis (1997). ‘Family Friendly’
employment policies:
A route to changing organizational culture or playing about at the margins? Gend er,
Work and Organization, 4, 13–23.
Miller, S. M. (1979). Controllability and human stress: Method, evidence and theory.
Behavior Research and Therapy, 17, 287–304.
Smithson, J., & Lewis, S. (2000). Is job insecurity changing the psychological
contract? Personnel Review,29, 680–698.
Spector, P. E. (2000). A control theory of the job stress process. In C. L. Cooper
(Ed.), Theories of organizational stress. New York: Oxford University Press.
Jimmieson, N. L. (1999). Work control and employee well-being: A decade review.
In C. L. Cooper & I. T. Robertson (Eds.), International review of ind ustrial and
organizational psychology, 1999(Vol. 14). Chichester, UK: Wiley. 489
Journal of Occupational and Organizational Psychology (2001), 74, 489–509 Printed
in Great Britain 2001 The British Psychological Society
Well-being and occupational health in the 21st century workplace
van der Doef, M., Maes, S., & Diekstra, R. (2000). An examination of the job-
demand-control-support model with various occupational strain indicators. Anxiety
Stress and Coping, 13, 165–185.