Μία παράλληλη ανάγνωση της ελληνικής και της αλβανικής παραλλαγής
Ο θρύλος του Νεκρού Αδερφού συναντάται και τραγουδιέται σε όλες σχεδόν τις βαλκανικές χώρες. Την ευρύτατη διάδοση του –«αρχαιότερου» ίσως– δημοτικού τραγουδιού μαρτυρούν οι πολυάριθμες παραλλαγές που συναντούμε σε κάθε σχεδόν γωνιά του ελληνικού χώρου, αλλά και στις γείτονες βαλκανικές χώρες –συγκεκριμένα στην Αλβανία 30 καταγεγραμμένες παραλλαγές. Στη συγκεκριμένη παράλληλη ανάγνωση είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι η αλβανική παραλλαγή προέρχεται από την Χοστέβα (Αργυρόκαστρο), ενώ η ελληνική αποτελεί εράνισμα πολλών παραλλαγών από τον ελληνικό χώρο.
Με την πρώτη ανάγνωση των δύο παραλλαγών παρατηρούμε διαφορά, τόσο στην έκταση του τραγουδιού, όσο και στη μορφή του στίχου. Η ελληνική ακολουθεί τη στιχουργία του χαρακτηριστικού των δημοτικών τραγουδιών ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, χωρίς ωστόσο την απαραίτητη ομοιοκαταληξία. Στην αλβανική εκδοχή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον σκόπελο της μετάφρασης, παρατηρούμε ιδιαίτερη μουσικότητα και εναλλαγή ρυθμών (ιαμβικός, τροχαϊκός). Ωστόσο, η έκτασή του είναι προφανώς μικρότερη, χωρίς την πληθώρα πολυσύνθετων επιθέτων και την έντονη δραματικότητα που συναντάμε στο ελληνικό τραγούδι.
Σχετικά με τα εκφραστικά μέσα, και οι δύο παραλλαγές χρησιμοποιούν τη δραματική αφήγηση, τον διάλογο μεταξύ των προσώπων, την προσωποποίηση της φύσης, παρομοιώσεις και επαναλήψεις. Έντονη διαφορά αποτελεί η χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης διά στόματος της χαροκαμένης μάνας, που ξεκινά την αλβανική παραλλαγή, σε αντίθεση με την ελληνική, όπου γίνεται χρήση της δευτεροπρόσωπης αφήγησης και ο λαϊκός δημιουργός, χρησιμοποιώντας την αποστροφή, απευθύνεται στη μάνα.
Προχωρώντας στο περιεχόμενο, εξόφθαλμη διαφορά είναι το όνομα της κόρης: Αρετή στην ελληνική και Δοκίνα (εκ του ελληνικού Ανδρονίκη) στην αλβανική παραλλαγή. Απόσταση μεταξύ των δύο παραλλαγών υπάρχει και στην εξιστόρηση των γεγονότων. Η αλβανική παραλλαγή ξεκινά με τα λόγια της μάνας, που με ρεαλιστική πεζότητα παραθέτει το ιστορικό του θανάτου των εννέα γιών από την αρρώστια και καταλήγει στην κατάρα προς τον Κωσταντή. Αντίθετα, η ελληνική εξιστόρηση ξεκινά με μία λυρική περιγραφή της σχέσης μάνας-κόρης πριν τα προξενιά, συνεχίζει με τη διχογνωμία μάνας-Κωσταντή για το προξενιό στα ξένα και την τελική συγκατάνευση της μάνας μετά τον ιερό όρκο του στερνογιού της.
Ο επίλογος του τραγουδιού εμφανίζεται επίσης διαφορετικός. Στην αλβανική εκδοχή ο Κωσταντής επιστρέφει στο «σπίτι του», στο Άγιο Βήμα, αφήνοντας την Δοκίνα να απαντήσει στην δυσπιστία της μητέρας της. Στην ελληνική εκδοχή ο Κωσταντής αναλαμβάνει να διασκεδάσει τον φόβο της μάνας, υπενθυμίζοντάς της το τάμα. Το τέλος επιγράφεται εξίσου τραγικό με τον θάνατο της μάνας στην ελληνική παραλλαγή, ενώ στην αλβανική παραλλαγή –μέσα σε μία ξεχωριστή παρομοίωση– τόσο η μάνα όσο και η κόρη πεθαίνουν στο πρώτο συναπάντημά τους.
Αναμφισβήτητα, η θεματική ταύτιση των δύο αυτών αλλοεθνικών παραλλαγών του τραγουδιού «Του Νεκρού Αδερφού» τα ανάγει σε ένα απώτερο πρότυπο. Ωστόσο, κάθε εκδοχή λειτουργεί εξίσου ως μία ξεχωριστή κιβωτός πολιτισμού και λαϊκής θυμοσοφίας, που φυλάσσει τις ιδιαιτερότητες του κάθε λαού. Ήδη επισημάναμε την διαφορετική αισθητική προσέγγιση που σίγουρα μαρτυρεί απόσταση στις συνθήκες που διαμόρφωσαν τον τρόπο έκφρασης των δύο λαών. Όπως πάντα όμως, το πηγαίο λαϊκό έρεισμα καθιστά τις αμέτρητες παραλλαγές των δημοτικών τραγουδιών συγκοινωνούντα δοχεία περιέχοντα πανανθρώπινα κοινά βιώματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αίμος, ανθολογία βαλκανικής ποίησης, εκδ. Οι φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ», Αθήνα 2008
2. H Λογοτεχνία , συνδετικός κρίκος των Βαλκανικών λαών, Χ. Α. Αλεξόπουλος, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2007.
3. Θέματα της λογοτεχνίας μας, Λίνος Πολίτης, εκδ. Κωνσταντινίδη.
4. Λεξικό για τα ιλλυροαλβανικά ονόματα και χίλια άλλα ξένα ονόματα, εξηγήσεις και
το νόημά τους, εκδ. Dasara.