Ἀπολλινάριος καί ἡ διδασκαλία του
Ὁ Ἀπολλινάριος ὑπῆρξε θεμελιωτὴς τῆς νέας αἱρέσεως, ποὺ θὰ ἀπασχολοῦσε τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ τέταρτου αἰῶνα καὶ θὰ ἔβαζε σὲ κίνδυνο τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε τὸ 315 στή Λαοδικεία. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἀπολλινάριος καὶ ἦταν γραμματικός. Πατέρας καὶ υἱὸς ἔγραψαν τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ ὁμηρικὸ μέτρο. Θεωροῦσαν ἀπαραίτητο οἱ χριστιανοὶ να γνωρίζουν τὸν Ὅμηρο, τὸν Πίνδαρο καὶ τοὺς τραγικοὺς ποιητὲς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Ἦταν τόσο μορφωμένος ὅσο καὶ οἱ Καππαδόκες πατέρες, χωρὶς ὅμως σωστὴ θεολογικὴ κρίση καὶ ἐμμονὴ στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στήν προσπάθειά του να ἀντιμετωπίσει τή διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ἀρχικὰ φαίνεται να συμφωνεῖ μὲ τὸ Συμβολο τῆς Νίκαιας καὶ τή διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Προσπαθεῖ να ἀντιμετωπίσει τὸ «πρόβλημα» τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θείου Λόγου. Εἶχε ὅμως ἤδη ἀρνηθεῖ ἐνσυνείδητα τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ θεῖος Λόγος εἶναι «ἐνανθρωπήσας», δηλαδὴ προσέλαβε συγχρόνως τὴν σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα (νοῦ – ψυχὴ) τοῦ ἀνθρώπου[1]. Ἡ θεολογικὴ τοῦ διδασκαλία στηρίχτηκε στήν ἄποψη τοῦ ἕλληνα φιλοσόφου Ἀριστοτέλη «ἀδύνατον γὰρ εἶναι ἐκ δύο (=οὐσιῶν μὲ ἐντελέχεια) ἕν ἤ ἑνὸς δύο γενέσθαι»[2]. Ἑπομένως κατὰ τὸν Ἀπολλινάριο ὁ Χριστὸς δέν μποροῦσε νά ἔχει δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρωπίνη, τέλειες, γιατὶ τότε θὰ εἴχαμε δύο τέλεια ὄντα, δύο Χριστοὺς καὶ ὄχι ἔναν.
Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς κατά τόν Ἀπολλινάριο εἶναι τελείως διεφθαρμένος ἐξαιτίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ταυτισμένος μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Ἔστι, σημείωνε, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση προσέλαβε μόνο τὸ σῶμα καὶ τὴν ἀλόγη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τῇ θέση τῆς λογικῆς ψυχῆς ἥ του νοῦ κατέλαβε ὁ θεῖος Λόγος[3]. Ὁ Ἀπολλινάριος δηλαδὴ ἀφαιροῦσε ποσότητα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνη φύση, ἡ ὁποία χωρὶς τὸ νοῦ δέν μποροῦσε νά θεωρεῖται φυσικὸ προσωπο, προβάλλοντας ἔτσι τὴν προσωπικὴ ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θεολογικὴ αὐτὴ ἄποψη τοῦ Ἀπολλιναρίου σχετικὰ μὲ τὴν πρόσληψη ἀπὸ τὸ θεῖο Λόγο τῆς ἀνθρωπίνης, χωρὶς ὑπόστασης, σάρκας δημιουργεῖ σωτηριολογικὰ προβλήματα. Τὸ πρόβλημα ἦταν ὅτι μένει ἀθεράπευτο ὀτιδήποτε δεν ἐνώνεται μὲ τὸ Θεό[4].
Ἐξαιτίας τῆς διδασκαλίας αὐτῆς ὁ Ἀπολινάριος ὄξυνε τὶς σχέσεις του μὲ τὸ Γρηγόριο τὸ Θεολόγο καὶ τὸ Βασίλειο τὸν Καισαρείας. Οἱ τελευταῖοι προσπάθησαν μὲ ἐπιστολὲς τους να τὸν νουθετήσουν. Ἡ ἐκτίμηση τους πρὸς τὸ προσωπο τοῦ Ἀπολλιναρίου, τοὺς ἔκανε νά καταβάλουν κάθε προσπάθεια γιά νά τοῦ δείξουν τὴν πλάνη στήν ὁποία βρισκόταν καὶ νά σταματήσουν τὴν «ἀδελφικὴ ζυγομαχίαν». Τό ὅρο αὐτό χρησιμοποιοῦσαν ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά νά ἀναφερθοῦν στή θεολογική διαμάχη πού εἶχαν μέ τόν Ἀπολλινάριο, σχετικά μέ τρόπο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἀπολινάριος παρὰ τὶς προσπάθειες πού κατέβαλε νά ἐξηγήσει μὲ λογικὸ τρόπο τῇ διδασκαλίᾳ του γιά τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δεν κατάφερε νά δώσει μία εὐλογοφανῆ ἐξήγηση τῆς ἑνότητας στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ταύτιζε τή φύση μὲ τὴν ὑπόσταση. Οἱ Καππαδόκες ἀντίθετα, κινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη σωτηρίας ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου, διέκριναν γενικὰ τούς ὅρους φύση καὶ ὑπόσταση καὶ διαπίστωναν στό Χριστὸ ἐνωμένες τή θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Οἱ φύσεις διασώζονταν ἐνωμένες καὶ ἡ ὑποστάση πού εἶναι ὕπαρξη, ὂν καὶ προσωπο, ἦταν μία, τοῦ Χριστοῦ[5].
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀπολλιναρίου εἶχε ἀρχίσει νά κερδίζει ὑποστηρικτὲς σὲ ὅλη τὴν Αὐτοκρατορία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας βρισκόταν σέ ἄμεσο κίνδυνο., ὅπως καί ἡ ἑνότητα τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ αἵρεση προκαλοῦσε ἐμφύλιες διαμάχες. Ἐπείγουσα ἀνάγκη θεωρήθηκε ἡ σύγκληση μίας νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
[1] Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β’, Αθήνα 1990, σ. 533.
[2] Μεταφυσικά 1039α 9-10.
[3] Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Ἀθήνα1992, σ. 585.
[4] Ὁ Γρηγόριος ο Θεολόγος εἶχε γράψει στήν Ἐπιστολή του (101, 32): «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τούτο καί σώζεται».
[5] Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β’, Ἀθήνα 1990, σσ. 536, 537.