Το πρώτο κρούσμα της ασθένειας του βοτουλισμού παρατηρήθηκε το 1793 στην Γερμανία, όπου 13 άτομα, εκ των οποίων τα 6 κατέληξαν, κατανάλωσαν λουκάνικο τοπικής παραγωγής. Έως το 1829, και έπειτα από άλλες 230 περιπτώσεις που συνδέονταν με κατανάλωση λουκάνικου, δόθηκε στην ασθένεια η ονομασία βοτουλισμός από την λατινική ονομασία του τροφίμου (botulus). Μετά από 70 χρόνια, ο van Ermengen κατάφερε να απομονώσει τον υπεύθυνο μικροοργανισμό Clostridium botulinum, και να αποδείξει παράλληλα πως η ασθένεια οφείλεται σε δηλητηρίαση, και όχι σε λοίμωξη όπως πιστευόταν ως τότε, λόγω της επικίνδυνης τοξίνης που μπορούσε να παράγει (H&SS, 2005).
Σήμερα, έχουν αναγνωρισθεί επιστημονικά 5 κατηγορίες βοτουλισμού:
– Τροφιμογενής: προκαλείται από κατανάλωση τροφίμου, που περιέχει την τοξίνη
– Τραυματισμού: παρουσιάζεται έπειτα από μόλυνση πληγής με τον μικροοργανισμό και παραγωγή τοξίνης, που μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, φθάνει στο νευρικό σύστημα
– Παιδικός: παρατηρείται σε βρέφη ηλικίας μικρότερης του 1 έτους, συνήθως μετά από κατανάλωση μελιού
– Μολυσματικός των ενηλίκων: σαν συνέπεια του αποικισμού του μικροοργανισμού στο πεπτικό σύστημα ενηλίκων
– Αδιευκρίνιστου τύπου: συνδεόμενος με ενδομυικές εγχύσεις της τοξίνης (Nantel, 1999)
Η τοξίνη αυτή αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα φυσικά δηλητήρια, αφού δόση από 0.1 μg ως 1.0 μg είναι θανατηφόρος για τον άνθρωπο (ICMF, 1996). Ωστόσο, ο θεραπευτικός χαρακτήρας της έχει βρει εφαρμογή στην αντιμετώπιση ασθενειών, όπως ο στραβισμός και ο βλεφαρόσπασμος που χαρακτηρίζονται από εκτενείς μυικές συσπάσεις. Όλο και συχνότερη, βέβαια, είναι η χρήση της στην αισθητική ιατρική (παράλυση μυών προσώπου και αποφυγή χαλάρωσης τους), με την εμπορική ονομασία Botox. Μελέτες γίνονται, επίσης, για την εφαρμογή της σε διάφορες νευρολογικές παθήσεις (Cliever, 2002).
Η συχνότητα της ασθένειας είναι μικρή, αλλά χαρακτηρίζεται από μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας, αν δεν ακολουθηθεί σωστή και έγκαιρη θεραπεία (FDA, 2001). Η επικινδυνότητα της αυτή, είναι η βασική αιτία, που έχει μελετηθεί ακόμα και ως βιολογικό όπλο, με ικανότητα διασποράς μέσω των τροφίμων ή του αέρα (Sobel et al., 2004). Η τοξίνη μπορεί να αεριοποιηθεί, χωρίς να χάσει την ενεργότητα της, και να απορροφηθεί από τους πνέυμονες, προκαλώντας ακόμα και τον θάνατο (Nantel, 1999).
Βιβλιογραφία
- Department of Human & Social Services, State of Alaska, “Botulism in Alaska, a guide for physicians and healthcare providers”, Σεπτέμβριος 2005
- Nantel Al., International Programme on Chemical Safety, Poisons Information Monograph 858, Bacteria, Clostridium botulinum, World Health Organization, Αύγουστος 1999
- ICMF., Microorganism in Foods, Blackie Academic & Professional Pd, 1996
- Cliever., FoodBorn Diseases, Elsevier Science Ltd 2nd Ed., 2002
- Food & Drug Administration, Bacteriological Analytical Manual, Ιανουάριος 2001
- Sobel J., Tucker N., Sulka Al., McLaughlin J., Maslanka S., Foodborne Botulism in the United States 1990 – 2000, Σεπτέμβριος 2004
Παρέχεται βοήθεια σε εργασίες φοιτητών / στην εκπόνηση εργασιών με σχετικό αντικείμενο.