Η ανάγκη για βιώσιμη ανάπτυξη

Τα τοπία αποτελούν το σύνολο των φυσικών πόρων, οι οποίοι έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό, την ανθρώπινη αντίληψη, τα οικοσυστήματα, τη φωτογραφική τοπογραφία, τη δημιουργία χαρτών[1]. Συνδυάζουν τα ορατά στοιχεία μιας περιοχής, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών χαρακτηριστικών όπως η μορφολογία του εδάφους, η χλωρίδα και η πανίδα, με άυλα στοιχεία, όπως το φως και οι καιρικές συνθήκες, και με ανθρωπογενή στοιχεία, όπως οι ανθρώπινες δραστηριότητες και το τεχνητό περιβάλλον[2]. Τα τοπία είναι ταυτόχρονα οικολογικά, πολιτιστικά, οικονομικά, πολιτικά, ποιητικά, ιδεολογικά και συμβολικά κοινωνικά και χωρικά φαινόμενα1.

     Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος μοχθεί πέρα από την επιβίωσή του και για την εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής ποιότητας ζωής, για τον ίδιο και τους απογόνους του[3]. Ωστόσο οι  δραστηριότητές του, παραγωγικές ή μη, ασκούν επίδραση και κάποιες φορές και αλλοίωση στο φυσικό περιβάλλον και τοπίο. Οι αλλοιώσεις αυτές δεν είναι πάντοτε μετρήσιμες, καθώς άλλοτε είναι έμμεσες και άλλοτε μελλοντικές, με αποτέλεσμα να τίθενται σε κίνδυνο και οι ανάγκες αλλά και η ποιότητα ζωής του ανθρώπου[4]. Για την επίλυση, λοιπόν, αυτών των προβλημάτων είναι αναγκαία μια νέου είδους ανάπτυξη και η προσαρμογή του ανθρώπου σε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής3.

     Μια τέτοιου είδους ανάπτυξη είναι η αειφόρος ανάπτυξη. Ως βιώσιμη ή αειφόρος ανάπτυξη ορίζεται η συμβατή, ή φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη, η οποία δεν εξαντλεί τους φυσικούς πόρους αλλά τους διαφυλάσσει όχι μόνο για τις παρούσες, αλλά και για τις μέλλουσες γενιές. Η εφαρμογή της αποτελεί μέσο επίτευξης ισορροπίας μεταξύ των τριών πυλώνων της αειφόρου ανάπτυξης, της ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας, της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας περιβάλλοντος4. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης βασίζεται στην αποδοχή της υποχρέωσης – επιδίωξης του ατόμου για αρμονική συμβίωση με τους άλλους ανθρώπους και κυρίως με τη φύση3.  

[1] βλ. John R. Linehan, Meir Gross, 1998, «Back to the future, back to basics: the social ecology of landscapes and the future of landscape planning», Landscape and Urban Planning 42, σελίδες  207-223, σελίδα 215

[2]βλ.  http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%BF

[3] βλ. Γιάννης Θ. Πολυράκης, 2002, «Περιβαλλοντική Γεωργία», σελ. 121

[4] βλ. Γλυκερία Π. Σιούτη, 2003,  «Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, Δημόσιο Δίκαιο και Περιβάλλον», σελ 109, 110

This entry was posted in Περιβάλλον and tagged , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *