Είναι γνωστό πως μέχρι το 1976 στην Ελλάδα το θέμα της γλωσσικής εκπαίδευσης αντιμετωπιζόταν με τους όρους που είχε διαμορφώσει η διαμάχη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα. Η θέση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο σχολείο και η διδασκαλία της ήταν αδιαμφισβήτητη. Η καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα της εκπαίδευσης και του επίσημου κράτους, ενώ η δημοτική διεκδικούσε τον ζωτικό της χώρο τόσο στην κοινωνία όσο και στο σχολείο. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης για τους μαθητές ήταν η γλωσσική σύγχυση (Χαραλαμπόπουλος, 2007). Παράλληλα, η γλωσσική εκπαίδευση περιόριζε τη γλωσσική διδασκαλία στο πλαίσιο του συστήματος, ταυτίζοντας, μάλιστα, τη γλώσσα με ένα μόνο τμήμα της γλωσσικής ικανότητας, δηλαδή την κατοχή της μορφολογίας μαζί με τους κανόνες και τις εξαιρέσεις τους, χωρίς να την ανάγει σε γλωσσική χρήση (Μήτσης, 2004).
Αναμφισβήτητα, οι εξελίξεις στη γλωσσολογία και οι έρευνες που ακολούθησαν στους αντίστοιχους κλάδους οδήγησαν στην αναθεώρηση της αντίληψης για τη γλώσσα που επικρατούσε και βοήθησαν στη διαμόρφωση μίας νέας αντίληψης για τη γλώσσα στην εκπαίδευση (Χαραλαμπόπουλος, 2007). Ιδιαίτερα καθοριστική στον επαναπροσδιορισμό της στάσης του σχολείου απέναντι στη γλώσσα υπήρξε η συμβολή των D. Hymes και Μ.Α.Κ. Ηalliday. Επιπλέον, υπήρξαν και Αμερικανοί κοινωνιογλωσσολόγοι, οι οποίοι τόνισαν τότε τη σημασία της γνώσης των κανόνων χρήσης της γλώσσας ανάλογα με την επικοινωνιακή περίσταση, καθώς και μία ομάδα νέων βρετανών γλωσσολόγων που εξέφραζαν την άποψη ότι δεν είχε τονιστεί επαρκώς έως τότε η λειτουργική/επικοινωνιακή πλευρά της γλώσσας στη γλωσσική διδασκαλία. Μέσα σε ένα τέτοιο θεωρητικό κλίμα, διαμορφώθηκε και διαδόθηκε μία νέα αντίληψη για τη γλώσσα και τη διδασκαλία της, η οποία έδινε έμφαση στη λειτουργική-επικοινωνιακή διάσταση της γλώσσας και έθετε ως σκοπό της γλωσσικής διδασκαλίας να καταστήσει τους μαθητές ικανούς να χρησιμοποιούν τη γλώσσα με τον κατάλληλο, για κάθε περίσταση, τρόπο και να αναπτύξουν κριτική συνείδηση των χρήσεων και των λειτουργιών της (Χαραλαμπόπουλος, 2007). Αυτή ονομάστηκε Επικοινωνιακή Προσέγγιση, τόνιζε ως κύρια τη χρήση της γλώσσας για διαπροσωπική επικοινωνία μέσα σε κάποιο κοινωνικό περιβάλλον κι έκανε την κρίσιμη και ιδιαίτερα χρήσιμη διάκριση ανάμεσα σε διδασκαλία και μάθηση, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από την πρώτη διεργασία στη δεύτερη διαδικασία.
Όπως γίνεται αντιληπτό, μέσω της Ε.Π. η γλώσσα δε ‘διδάσκεται’ με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά κατακτάται με την άμεση και ενεργό συμμετοχή των μαθητών σε αυθεντική και σκόπιμη γλωσσική δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι το γλωσσικό μάθημα παύει να έχει τον παραδοσιακό τυπικό χαρακτήρα και μεταβάλλεται σε ζωντανή διαδικασία που απαιτεί γλωσσική δραστηριοποίηση και αυθόρμητη συμμετοχή σε ποικίλες, επικοινωνιακού τύπου, δραστηριότητες. Από τη μορφή των επικοινωνιακών δραστηριοτήτων προκύπτει ότι ιδιαίτερα σημαντική είναι η εργασία σε ομάδες, ενώ μεγάλη σημασία, έχει, σύμφωνα με ορισμένoυς ερευνητές, η χρήση των δραματικών τεχνικών (παιχνίδι, ανάληψη ρόλων, δραματοποίηση), η οποία τους προσδίδει ιδιαίτερα βιωματικό και αληθοφανή χαρακτήρα. Οι μαθητές συμμετέχουν ενεργά στη διδακτική διαδικασία και χειρίζονται δημιουργικά τη διδακτέα ύλη ώστε να επικοινωνούν αποτελεσματικά μεταξύ τους. Η έμφαση αποδίδεται στο νόημα και όχι στη μορφή. Επιπρόσθετα, μερικές ακόμη μεθοδολογικές αρχές, οι οποίες διέπουν τη φιλοσοφία της Ε.Π. είναι το γεγονός ότι αποβλέπει στην ταυτόχρονη αρμονική ανάπτυξη όλων των γλωσσικών δεξιοτήτων (ακρόαση, ομιλία, ανάγνωση, γραφή), ότι η διαπίστωση των αρχών λειτουργίας του γλωσσικού κώδικα από τη γλωσσική χρήση συνάγεται και εμπεδώνεται μέσα από αυτήν, καθώς και το ότι οι παραδοσιακοί ρόλοι διδάσκοντος και διδασκομένων υποχωρούν, οι ίδιοι καθίστανται ισότιμοι συνομιλητές, ενώ το επίκεντρο της διδακτικής διαδικασίας γίνεται ο μαθητής. Τέλος, το λάθος αντιμετωπίζεται ως αναμενόμενο και αναπόφευκτο φαινόμενο και όχι ως αξιόποινη πράξη, τα οπτικοακουστικά μέσα διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο κατά τη διεξαγωγή της διδασκαλίας, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αποτελεσματικότητα και η ορθότητα του παραγόμενου λόγου εκτιμάται από τους ίδιους τους μαθητές (Μήτσης, 2004).