Ψυχολογία

Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας

Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε σύντομα ορισμένα στοιχεία για το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, τις αρνητικές στάσεις και συμπεριφορές των ανθρώπων δηλαδή έναντι των ατόμων με ψυχική ασθένεια, καθώς και ένα θεωρητικό μοντέλο το οποίο προέκυψε στα πλαίσια ενός Πανευρωπαϊκού Προγράμματος Καταπολέμησης του Στίγματος.

Η έρευνα πάνω στο στίγμα για την ψυχική ασθένεια έχει τις ρίζες της, σύμφωνα με τον θεωρητικό Corrigan (2003), στις κλασσικές θεωρίες του Goffman (1963a στο Corrigan, 2003) και Scheff (1966 στο ό.π.). Η θεωρία της ετικέτας (labeling theory) του Scheff υποστηρίζει ότι όταν οι συμπεριφορές των ατόμων χαρακτηρίζονται ως «ψυχική ασθένεια», αυτό πυροδοτεί αρνητικά στερεότυπα (όπως αυτό της επικινδυνότητας), τα οποία με τη σειρά τους οδηγούν σε κοινωνική απόρριψη και αλλαγές στην ταυτότητα. Ο Goffman (1963a στο ό.π.) αναφέρει ότι καταστάσεις όπως η ψυχική ασθένεια είναι σε μεγάλο βαθμό στιγματιστικές και επίσης ότι αυτός που δεν είναι στιγματισμένος κατασκευάζει μια θεωρία στίγματος, μια ιδεολογία προκειμένου να εξηγήσει την κατωτερότητα του στιγματισμένου και να δικαιολογήσει τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει. Οι παραπάνω θεωρίες θεμελίωσαν χωρίς αμφιβολία την κατανόηση των επιδράσεων του στίγματος, επιπλέον όμως έρευνες συνέβαλαν στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι έννοιες της ψυχικής ασθένειας οδηγούν στις κοινωνικές διακρίσεις και την κοινωνική απόρριψη.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα επικεντρωθούμε σ’ αυτό το σημείο στο μοντέλο για το στίγμα της ψυχικής ασθένειας το οποίο δομήθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Προγράμματος της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας για την Καταπολέμηση του Στίγματος και των Διακρίσεων που Συνοδεύουν την Σχιζοφρένεια (Sartorius, 2000 στο Οικονόμου και συνεργάτες, 2006). Περιγράφοντας το μοντέλο του ο Sartorius (2006) – βλ. Σχήμα 1 – καταρχήν αναφέρει ότι το στίγμα μπορεί να οριστεί ως το χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή ενός ιδρύματος (institution) – για παράδειγμα το χρώμα του δέρματος, ο τύπος εργασίας ή μια ετικέτα (label) – το οποίο προκαλεί αρνητικές στάσεις και συναισθήματα (όπως φόβο, απέχθεια ή μίσος) και συνήθως καταλήγει σε συμπεριφορές διάκρισης απέναντι στο άτομο ή στο ίδρυμα σε διάφορες όψεις της ζωής.

Στίγμα έχει πολύ συχνά αποδοθεί σε ασθένειες και μειονεξίες διαφορετικού είδους, όπως η λέπρα ή η κύρτωση. Με το πέρασμα του χρόνου κάποιες ασθένειες είναι δυνατόν να στιγματίζονται λιγότερο: αυτό συμβαίνει συχνά όταν γίνεται δυνατόν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, ή η προέλευσή τους να εντοπιστεί σε μια ανώτερη αιτία, όπως με τα άτομα που απέκτησαν αναπηρία σε πολέμους οι οποίοι θεωρήθηκαν δίκαιοι. Ο τρόπος με τον οποίο ένα χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή ενός ιδρύματος γίνεται στίγμα περιγράφεται από τον Sartorius (2006) με βάση το μοντέλο στο Σχήμα 1. Σύμφωνα λοιπόν με τον Sartorius (2006) το μοντέλο δείχνει ότι ένα «σημάδι» (μια εμφανής ανωμαλία ή μια ετικέτα – label) το οποίο επιτρέπει την αναγνώριση ενός ατόμου, είναι δυνατόν να λάβει φορτίο αρνητικού περιεχομένου διαμέσου σύνδεσης με προηγούμενη γνώση, με πληροφορίες  που λαμβάνονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή από προσωπικές επαφές,  ή διαμέσου σύνδεσης με αναμνήσεις πραγμάτων που έχουμε δει σε ταινίες ή έχουμε ακούσει στο κοινωνικό μας περιβάλλον. Από τη στιγμή που το «σημάδι» λαμβάνει ένα τέτοιο φορτίο, μετατρέπεται σε στίγμα. Ο στιγματισμός μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές διακρίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε αναρίθμητα μειονεκτήματα όσον αφορά την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, συχνά εμπόδια που μπορεί να τραυματίσουν την αυτοεκτίμηση, και επιπρόσθετο στρες το οποίο είναι δυνατόν να δυσχεράνει την κατάσταση του «σημαδεμένου» ατόμου, και με αυτό τον τρόπο να μεγεθύνει το σημάδι, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο πιθανή η αναγνώριση και ο στιγματισμός του ατόμου. Με βάση το συγκεκριμένο μοντέλο και σύμφωνα πάντα με τον Sartorius (2006), η παρέμβαση σε οποιοδήποτε σημείο είναι δυνατόν να διακόψει τον φαύλο αυτό κύκλο του στιγματισμού. Κατ’ αυτο τον τρόπο, εάν αποδεικνύεται αδύνατον να απαλειφθεί το στίγμα, είναι όμως συχνά δυνατό να επικεντρωθούμε στην εξάλειψη των διακρίσεων με νομικά και άλλα μέσα. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να αποδειχθεί δυνατό να βελτιώσουμε την αγωγή και τις υπηρεσίες επανένταξης έτσι ώστε η αποδοχή των ατόμων αυτών να μην τα στιγματίζει. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις υπάρχει αρκετός χρόνος και ευκαιρία να εκπαιδεύσουμε την κοινωνία με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να μειωθεί το αρνητικό φορτίο του «σημαδιού» που οδηγεί, μέσα από την διαδικασία που είδαμε, στο στίγμα.

 Βιβλιογραφία

Οικονόμου, Μ., Γραμανδάνη, Χ., & Λουκή Ε. (2006). Στίγμα και Ψυχική Διαταραχή: Ο δρόμος προς τον αποστιγματισμό. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 13(3), 28-43.

Corrigan, P., Markowitz, F. E., Watson, A., & al. (2003). An Attribution Model of Public Discrimination Towards Persons with Mental Illness. Journal of Health and Social Behavior, 44(2), 162-179.

Sartorius, N. (2006). Lessons from a 10-year global programme against stigma and discrimination because of an illness. Psychology, Health & Medicine, 11(3), 383-388.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *