ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΡΠΙΟΥΣ

Η τάξη των σκορπιών είναι η πιο γνωστή, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη συστηματική, από τις 11 τάξεις που απαρτίζουν την κλάση των Αραχνιδίων. Τα Αραχνίδια, τα Μεροστόματα και τα Πυκνογονίδια ανήκουν στο φύλο των αρθροπόδων και στο υποφύλο των Χηληκεράτων (Chelicerata), που χαρακτηρίζεται από την παρουσία χηληκεράτων αντί γνάθων και κεραιών.

Με βάση την τελευταία συγκεντρωτική συστηματική καταγραφή των ειδών και υποειδών των σκορπιών (Fet et al., 2000) καθώς και την τελευταία ανασκόπηση της φυλογένεσης των σκορπιών (Soleglad & Fet, 2003), σήμερα υπάρχουν 14 οικογένειες σκορπιών, που περιλαμβάνουν 175 γένη (101 υπάρχοντα και 74 απολιθωμένα) και 1735 είδη (1635 υπάρχοντα και 100 απολιθωμένα), ενώ συνεχώς περιγράφονται νέα είδη.

Οι σκορπιοί είναι κοινοί σε όλες της ηπείρους, με εξαίρεση την Ανταρκτική, και εξαπλώνονται από την Γη του Πυρός (55ο Ν) μέχρι το νότιο Καναδά (50ο Β), κατοικώντας σε ποικίλα περιβάλλοντα, από την ενδοπαλιρροïκή ζώνη ως τις κορυφές των βουνών (Polis, 1990, Benton, 1992). Τα περισσότερα είδη της τάξης κατανέμονται στην Αφρική (399), τη Ν. Αμερική (303) και την Ασία (274), ενώ η «φτωχότερη» ήπειρος σε αριθμό ειδών σκορπιών είναι η Ευρώπη (μόλις 17). Είδη σκορπιών έχουν εισαχθεί πρόσφατα τυχαία στη Νέα Ζηλανδία και την Αγγλία. 

Όλα τα είδη των σκορπιών σήμερα μοιάζουν πολύ μεταξύ τους μορφολογικά, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται σε τροπικά δάση, σε ερήμους, σε πολύ μεγάλα υψόμετρα, όπως το είδος Pachakutej crassimanus (Maury, 1978) που ζει στα 5500m στις Άνδεις, ή σε μεγάλα βάθη, όπως το είδος Alacran tartarus, που ζει σε σπήλαια, σε βάθος περίπου 800 μέτρων. Επίσης, ένα συγκεκριμένο είδος είναι δυνατό να βρεθεί σε μια ποικιλία ενδιαιτημάτων: χαρακτηριστικό τέτοιο είδος είναι το Vaejovis janssi, το οποίο μπορεί να βρεθεί σε ζούγκλα, σε πυκνούς θάμνους, σε βραχώδες έδαφος, σε άμμο, μέσα σε βλάστηση, δίπλα στη θάλασσα, σε ηπειρωτικές περιοχές ή στο ηφαιστειακό νησί Socorro στον κόλπο της Baja California (Polis, 1990, Hancock, 1996).

Αν και κανένα είδος σκορπιού στις μέρες μας δε μπορεί να συγκριθεί σε μέγεθος με τα εξαφανισμένα είδη Gigantoscorpio willsi και Brontoscorpio anglicus, που έφταναν τα 90 εκατοστόμετρα σε μήκος (Farley, 2001), τα σύγχρονα μεγάλα είδη είναι μεγαλύτερα σχεδόν από όλα τα εδαφόβια ασπόνδυλα, μαζί με κάποια είδη αραχνών και μυριαπόδων. Επίσης, οι σκορπιοί είναι μεγαλύτεροι σε μήκος από το 33% με 50% των εδαφόβιων σπονδυλωτών (π.χ. τρωκτικά, σαύρες κ.ά.), γεγονός που έχει αναγάγει το μέγεθος σε καθοριστικό παράγοντα της φυσικής ιστορίας των περισσοτέρων ειδών σκορπιών (Brownell & Polis, 2001). Από τα μεγαλύτερα σε μήκος είδη στον κόσμο είναι το Hadogenes troglodytes, το οποίο εξαπλώνεται στη Νότια Αφρική και φτάνει τα 21 εκατοστά και το Heterometrus swammerdammi που εξαπλώνεται στην Ινδία και φτάνει τα 23 εκατοστά. Το είδος Pandinus imperator από τη Γουινέα της τροπικής Αφρικής φτάνει τα 18-20 εκατοστά και ζυγίζει μέχρι κάτι λιγότερο από 70 γραμμάρια. Αντίθετα, μεταξύ των μικρότερων ειδών είναι το Microtityus fundorai από την Καραïβική και το Microtityus rickyi, τα οποία έχουν μήκος μόλις 12 και 20 χιλιοστόμετρα αντίστοιχα (Hancock, 1996). Το μεγάλο εύρος στα μήκη των διαφόρων ειδών σκορπιών ερμηνεύτηκε από τον Myers (2001) με βάση την οργανισμική βιολογία. Ο μεταβολισμός, η γονιμότητα, η διάρκεια ζωής και οι οικολογικές σχέσεις μεταξύ ανταγωνιστών και θηρευτών είναι παράγοντες, με βάση τους οποίους η φυσική επιλογή δρα καθορίζοντας το μέγεθος για συγκεκριμένα περιβάλλοντα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Benton, T. G., 1992. The ecology of the scorpion Euscorpius flavicaudis in England. Journal of Zoology, 226: 351-368.

Brownell, P. H. & G. A. Polis, 2001. Scorpion biology and research. Brownell, P.H. & Polis G.A. (Ed.). Oxford: Oxford University Press.

Farley, R. D., 2001. Structure, reproduction and development. In Scorpion biology and research: 13-78. Brownell, P.H. & Polis G.A. (Ed.). Oxford: Oxford University Press.

Fet V., Sissom W.D., Lowe G., Braunwalder M.E., 2000. Catalog of the Scorpions of the World (17581998). The New York Entomological Society, New York.

Hancock, K., 1996. Scorpions. A comprehensive guide. Published by K. Hancock.

Maury E.A. 1978. Escorpiofauna patagónica. II, Urophonius granulatus Pocock 1898 (Bothiuridae). Physis (Buenos Aires), 38(94): 57–68.

Myers C., 2001. Evolution and geographic variation in body size and life-history traits. In Scorpion biology and research: 317-333. Brownell, P.H. & Polis G.A. (Ed.). Oxford: Oxford University Press.

Polis G.A., 1990. The biology of scorpions. Polis, G.A. (Ed.). Stanford: Stanford University Press.

Soleglad M.E. & Fet V., 2003. High-level systematics and phylogeny of the extant scorpions (Scorpiones: Orthosterni). Euscorpius, 11, 1–175.

This entry was posted in Γενικά and tagged , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *