Η Βελγική κοινωνία
Με την έκρηξη της εκβιομηχάνισης στα τέλη του 18ου αιώνα το Βέλγιο, μετά τη Μ. Βρετανία, ήταν το πρώτο κράτος της Ευρώπης που ακολούθησε γρήγορη και αποτελεσματική εκβιομηχάνιση. Οι μεταλλουργίες, το σιδηροδρομικό δίκτυο, και η εκμετάλλευση κοιτασμάτων άνθρακα βοήθησαν τη χώρα να αναπτυχθεί βιομηχανικά. Το 1946, μετά τον πόλεμο, άρχισε την προσπάθεια ανοικοδόμησης και τη σκυτάλη στην οικονομική ευμάρεια την πήρε η Φλάνδρα από τη Βαλλωνία, που άρχιζε να παρακμάζει οικονομικά και δημογραφικά. Η προσπάθεια αυτή όμως απαιτούσε πλήθος εργατικών χεριών, και ειδικά για τα κοιτάσματα άνθρακα που, συν τοις άλλοις, απαιτούσε και πολύ σκληρή και επίπονη εργασία στις στοές. 45.000 Γερμανοί, αιχμάλωτοι πολέμου, υποχρεωθήκαν να εργαστούν στα ανθρακωρυχεία. Παρ’ όλα αυτά οι ανάγκη για επιπλέον εργάτες έκανε τους ιδιοκτήτες να στραφούν προς άλλες χώρες. Το 1946, υπογράφτηκε σύμφωνο μετανάστευσης με την Ιταλία, και το 1947 πάνω από 20.000 πολιτικοί πρόσφυγες από χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ, κυρίως Πολωνοί και Ουκρανοί, προσλήφθηκαν στα ορυχεία.. Εν τω μεταξύ, η ένταξη πολλών Ιταλών στα βελγικά συνδικάτα, τα πολλά ατυχήματα στις στοές, αλλά και η πίεση από μέρους των ιταλικών κυβερνήσεων για τις συνθήκες εργασίας και για τους όρους της σύμβασης, έκανε τα ανθρακωρυχεία να αρχίζουν να στρέφονται προς άλλες χώρες για εργάτες. Το 1956, η καταστροφή στο Μαρσινέλ, που στοίχισε τη ζωή 136 Ιταλών, διέκοψε την μετανάστευση Ιταλών στο Βέλγιο.
Η ελληνική μετανάστευση
Οι Έλληνες τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μεταναστεύουν συνήθως προς την Αμερικανική ήπειρο. Μερικοί, ωστόσο, διαλέγουν να μετακινηθούν προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης για επιχειρηματικούς λόγους, λόγω της βιομηχανικής και εμπορικής τους ανάπτυξης, ενώ η εκροή προς τη βορειοδυτική Ευρώπη, μεταπολεμικά, παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα προς τη Γερμανία αλλά και το Βέλγιο. Η πολιτική και οικονομική κατάσταση την περίοδο αυτή στην Ελλάδα ήταν προβληματική. Ο εμφύλιος πόλεμος που είχε λήξει το 1949, οι καταστροφές από τη γερμανική κατοχή αλλά και τα χρόνια προβλήματα της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, είχαν καταστήσει την οικονομία καχεκτική. Ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές αλλά και σε εκείνες όπου είχαν εγκατασταθεί ο πρόσφυγες από τη Μικρασιατική καταστροφή, τα προβλήματα ήταν εντονότερα. Η έλλειψη τεχνικού εξοπλισμού, οι ξεπερασμένες μέθοδοι καλλιέργειας, τα χαμηλά αγροτικά εισοδήματα, η έλλειψη υποστήριξης της αγροτικής παραγωγής και τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, εξηγούν τη φυγή από τις περιοχές της υπαίθρου. Το ελληνικό κράτος είδε τη μετανάστευση ως προσωρινή λύση στο πρόβλημα, γεγονός που φανερώνει την προχειρότητα στις αποφάσεις της. Αν και προσπάθησε να οργανώσει και να ελέγξει τις κοινότητες των μεταναστών στο εξωτερικό, τα μέτρα ήταν ως επί το πλείστον ανεπαρκή και αποσπασματικά.
Η Fedeshar (ένωση ιδιοκτητών ανθρακωρυχείων Βελγίου) χρησιμοποιώντας την στροφή προς την Ελλάδα για εργάτες ως μοχλό πίεσης απέναντι στην Ιταλία, και λόγω του ενδιαφέροντος που έδειξε ήδη από το 1952 ο Μ. Κόκκινος, Καλύμνιος έμπορος σφουγγαριών από την Κάλυμνο (Δωδεκάνησα) και πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Βρυξελλών, και στη συνέχεια ο γιός του Σακελλάριος, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για τη μετανάστευση Ελλήνων.
Αποφασίστηκε να επιτραπεί η εργασία στις στοές 90 Δωδεκανησίων με δική τους όμως ευθύνη και έξοδα (με την αρωγή του Μ. Κόκκινου), όπου τελικά φτάνουν το 1953. Το 1954 αποφασίστηκε η μετανάστευση των Ελλήνων να πάρει πιο μαζικό και οργανωμένο χαρακτήρα με τον Σ. Κόκκινο να προσλαμβάνεται από τη Fedeshar, λόγω των γνωριμιών του και στις δύο χώρες και της καλής υπόληψης της οικογένειας του, δουλεύοντας στον Πειραιά, από όπου θα αναχωρούσαν οι Έλληνες. Ο κανονισμός των ανθρακωρυχείων με τις υποχρεώσεις και τις παροχές, μεταφράστηκε στα ελληνικά, και στάλθηκε σε όλα τα Γραφεία ανά την Ελλάδα και το 1955, ύστερα από μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξαν οι Έλληνες, η πρώτη οργανωμένη αποστολή μεταναστών φτάνει στο Βέλγιο.
Η συμφωνία μεταξύ Βελγίου και Ελλάδος για τη μετανάστευση υπογράφτηκε το 1957, και είναι η μοναδική διακρατική συμφωνία που υπέγραψε το Βέλγιο για εργασία αποκλειστικά στα ανθρακωρυχεία. Συνοπτικά, η συμφωνία όριζε πως τα ανθρακωρυχεία θα ήταν εκείνα που θα προσδιόριζαν τον αριθμό των απαιτούμενων εργατών, οι εργάτες θα υπέγραφαν ατομική, και όχι συλλογική, σύμβαση εργασίας και πως τα ανθρακωρυχεία θα αναλάμβαναν τα έξοδα για την άδεια εργασίας, για τη μεταφορά από τον Πειραιά στο Βέλγιο, καθώς και την στέγαση και την διατροφή τους στον Πειραιά και στη διάρκεια του ταξιδιού. Οι υποψήφιοι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν ιατρικές εξετάσεις και όσον αφορά την εργασία στο Βέλγιο, οι Έλληνες τυπικά απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους Βέλγους. Οι Έλληνες μετανάστες, όπως όριζε η σύμβαση, εργάζονταν ως βοηθοί ανειδίκευτοι στο βάθος και μόνο μετά από πέντε χρόνια εργασίας στα ανθρακωρυχεία μπορούσαν να πάρουν άδεια για άλλο οικονομικό κλάδο.
Η μετακίνηση των Ελλήνων ξεκινάει από το 1953 και ουσιαστικά τερματίζεται το 1982. Συνολικά γύρω στα 20.000 άτομα μετακινήθηκαν στο Βέλγιο για να δουλέψουν στα ανθρακωρυχεία και οι περιοχές εγκατάστασης τους ήταν οι ανθρακοφόρες περιοχές και συγκεκριμένα στη Βαλλωνία (Σαρλερουά, Λιέγη, Μονς) και στην περιοχή του Λιμβούργου (Χάσελτ, Γκενκ). Η πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών στο Βέλγιο, μετακινήθηκε σε διάστημα λιγότερο της μιας δεκαετίας, από το 1955 μέχρι το 1964 όπου ουσιαστικά διακόπτεται η οργανωμένη μετανάστευση προς το Βέλγιο. Μέχρι το 1965 30% των Ελλήνων είχε επιστρέψει στην Ελλάδα και όσοι έμειναν, εγκατέλειπαν τις στοές για άλλες δουλειές μόλις είχαν τη δυνατότητα. Ένα ποσοστό 2,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Fedeshar, συνταξιοδοτήθηκε αναγκαστικά λόγω ατυχήματος ή ασθένειας[1]. Από το 1959 έως το 1961 δεν έγινε καμία πρόσληψη Ελλήνων στα ανθρακωρυχεία, λόγω της αυξημένης ανεργίας στο Βέλγιο, αλλά το 1962 παρουσιάστηκε ζήτηση στα ορυχεία και στρατολογήθηκαν και πάλι Έλληνες. Η Fedeshar επιδότησε την οικογενειακή επανασύνδεση των εργατών, προσπαθώντας να κάνει μονιμότερη τη διαμονή τους. Οι γυναίκες όμως, μεταναστεύουν στο Βέλγιο μόνο για το λόγο αυτό και το 1961 το ποσοστό των γυναικών, στους κατοίκους με ελληνική υπηκοότητα, φτάνει το 41,85%. Μερικά χρόνια αργότερα ο αριθμός των Ελληνίδων γυναικών που είχε εισέλθει στην αγορά εργασίας είχε εννεαπλασιαστεί. Το 63% εργάζονταν στην μεταποιητική βιομηχανία, και το υπόλοιπο στη μεταλλουργία και στις υπηρεσίες.
Τη δεκαετία του 1960, με την κρίση του άνθρακα, μειώνεται σημαντικά η εισροή Ελλήνων στο Βέλγιο και επιπλέον πολλοί προτιμούν τη Γερμανία για να μεταναστεύσουν. Το σταδιακό κλείσιμο των ανθρακωρυχείων θα δώσει την ευκαιρία στους Έλληνες να μετακινηθούν προς τα αστικά κέντρα και κυρίως στις Βρυξέλλες, όπου η ζήτηση εργασίας ήταν μεγάλη. Από το 1981, με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η κοινωνική σύνθεση των Ελλήνων του Βελγίου άλλαξε, ποιοτικά και ποσοτικά. Οι Έλληνες αποκτούν νέα δικαιώματα, και πολλοί κοινοτικοί υπάλληλοι πηγαίνουν στις Βρυξέλλες για να δουλέψουν, δημιουργώντας ένα διαφορετικό κύκλο Ελλήνων στο Βέλγιο. Επίσης πολλοί φοιτητές διαλέγουν το Βέλγιο για τις σπουδές τους. Η αποδοχή του ελληνικού στοιχείου και η ταυτότητα του «ευρωπαίου πολίτη» θα δημιουργήσει και πολυάριθμους ελληνοβελγικούς συλλόγους διάδοσης των ελληνικής κουλτούρας και γραμμάτων
Κοινωνική θέση και ταυτότητες
Οι Έλληνες, όπως είδαμε, κατάγονταν, στην πλειονότητα, τους από αγροτικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και συγκεκριμένα από τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο αλλά και από τα νησιά του Αιγαίου και τη Στερεά Ελλάδα. Το μορφωτικό τους επίπεδο ήταν αρκετά χαμηλό, σε σύγκριση με το δυτικοευρωπαϊκό. Εντάχθηκαν στις κατώτερες βαθμίδες της εργατικής τάξης, και μετά το 1981 ένα ποσοστό 63% συνέχιζε να είναι εργάτες[2]. Ένα 15% περίπου, την ίδια περίοδο, είχε καταφέρει να ενταχθεί στα ελεύθερα επαγγέλματα και στην υπαλληλική τάξη. Αυτό, παρ’ όλα αυτά, δεν σήμαινε ουσιαστικά θεαματική αλλαγή στην κοινωνική τους θέση μιας και οι ώρες εργασίας σε πολλές περιπτώσεις ήταν πολύ περισσότερες από ότι στις προηγούμενες δουλειές. Η κοινωνική θέση της δεύτερης γενιάς καθορίζεται από αυτήν της πρώτης αν και τα παιδιά που γεννήθηκαν στο Βέλγιο απέκτησαν καλύτερη μόρφωση. Παρ’ όλα αυτά, ένα σημαντικό ποσοστό αυτών, προσανατολίζονταν στην τεχνική κατάρτιση. Από τα στοιχεία που διαθέτουμε όμως, φαίνεται πως οι Έλληνες, αν και δεν είχαν ιδιαίτερη κοινωνική κινητικότητα, βελτίωσαν κατά πολύ το βιοτικό τους επίπεδο, σε σχέση με αυτό στο οποίο ζούσαν στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες μετανάστες του Βελγίου, είχαν γαλουχηθεί σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει πως, ο μετασχηματισμός των ταυτοτήτων τους γινόταν πάντα σε αλληλεπίδραση με τις ήδη υπάρχουσες εμπειρίες τους. Έτσι μειώθηκαν σημαντικά οι πιθανές εναλλακτικές ταυτότητες και επιπλέον, η καθημερινή συναναστροφή με Βέλγους και άλλες εθνότητες, ενίσχυε δυναμικά την εθνική τους ταυτότητα. Η κοινή εμπειρία της μετανάστευσης και της εργασίας στις στοές και η αίσθηση της αδικίας έκανε τους Έλληνες να συσπειρωθούν και πολλές φορές να είναι εχθρικοί σε διαφορετικές συνήθειες, οδηγώντας τους πολλές φορές στην απομόνωση. Σημαντικό είναι πως, το βελγικό δίκαιο, νομιμοποιούσε την άνιση κατανομή δικαιωμάτων, με το σκεπτικό πως οι πολίτες της χώρας θα πρέπει να προστατεύονται περισσότερο από τους αλλοδαπούς, πράγμα το οποίο αυτομάτως οδηγεί σε διακρίσεις και στιγματισμό, ενώ συγχρόνως με τα δυτικά εκσυγχρονιστικά πρότυπα, ο ελληνικός πολιτισμός (και γενικότερα οι μεσογειακοί) θεωρούνταν «καθυστερημένος». Αυτή η συχνή εχθρότητα αλλά και η γλωσσική άγνοια τους οδήγησε να ενταχθούν στα ελληνικά τμήματα του χριστιανικού και του σοσιαλιστικού συνδικάτου και να συγκροτηθούν σε κοινότητες.
[1] Λίνα Βεντούρα, ‘Ελληνες μετανάστες στο Βέλγιο, σελ. 169-185, Νεφέλη, Αθήνα, 1999
[2] Ό.π. σελ. 169-185