Η επιρροή που ασκούν τα Ευρωπαϊκά κόμματα επί των ελληνικών κομμάτων εξουσίας στη χάραξη πολιτικών για τη νεολαία.

Ο εξευρωπαϊσμός των εθνικών κομμάτων γενικά και κατ’ επέκταση και των ελληνικών, είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Η ανάγκη για εξευρωπαϊσμό στα εθνικά κόμματα προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον εξευρωπαϊσμό των κοινωνιών και την παγκοσμιοποίησή τους. Τα κόμματα σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις νέες διαμορφωμένες συνθήκες στο εσωτερικό της χώρας τους, αναγκάζονται να προσαρμόσουν την πολιτική τους ατζέντα σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και δεδομένα (Meny, Y., P. Muller and J. – L. Quermonne, 1996), ώστε να προσφέρουν στην εκλογική τους βάση ένα πρόγραμμα πλήρες και σύγχρονο με τις εκάστοτε συνθήκες, που θα τους αποδώσει και το επιθυμητό αποτέλεσμα κατά τις εθνικές εκλογές.

Σε μια προσπάθεια κριτικής αποτίμησης των πολιτικών νεολαίας που εισάγουν στον προγραμματικό τους λόγο τα δυο κυρίαρχα ελληνικά κόμματα, θα χαρακτηριζόταν κάτι παραπάνω από έκδηλη και εμφανής η επιρροή που έχουν από τα υπερεθνικά κόμματα, στη διαμόρφωση των τελικών τους θέσεων και προτάσεων.

Στις περισσότερες  από τις περιπτώσεις διαπιστώνεται στενή ιδεολογική ακολουθία των ελληνικών κομμάτων με τις αντίστοιχες θέσεις που διατυπώνει ο ευρύτερος πολιτικός σχηματισμός στον οποίο υπάγονται ιδεολογικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Θα μπορούσε δε να υποστηριχτεί ότι τα ευρωπαϊκά κόμματα είναι αυτά που διατυπώνουν χρονολογικά προγενέστερα τις πολιτικές «γραμμές», δίνοντας την ελευθερία στα αντίστοιχα εθνικά να τις υλοποιήσουν, εντάσσοντας και προσαρμόζοντας τες
στα εκάστοτε εγχώρια πολιτικά δεδομένα.

Η χρονολογική αυτή αλληλουχία έχει ως αποτέλεσμα κάποιες από τις  ήδη διατυπωμένες θέσεις των υπερεθνικών φορέων να μην έχουν ενσωματωθεί ακόμα στις προγραμματικές δηλώσεις των εθνικών κομμάτων. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του γεγονότος ότι συχνά οι συνθήκες στο εσωτερικό της χώρας δεν είναι οι απαιτούμενες που θα επιτρέψουν την επιβολή κάποιας προτεινόμενης πολιτικής, η οποία πιθανόν θα άρμοζε  καλύτερα σε κάποια άλλη χώρα της ΕΕ.

Σπανιότερα δε, ο αντίστοιχος φορέας σε εθνικό επίπεδο αξιολογεί κάποιες θέσεις και πολιτικές  ως ανέφικτες για την ελληνική κοινωνία ή μη-αποδεκτές την εκλογική βάση που εκπροσωπεί, οπότε  και αρνείται να την συμπεριλάβει στις προγραμματικές του δηλώσεις, προκειμένου να μην επωμιστεί  επιπρόσθετη πολιτική ευθύνη[1].

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένος πρέπει να θεωρείται ο σε ένα μεγάλο ποσοστό εξευρωπαϊσμός των ελληνικών εθνικών κομμάτων και η συμμόρφωσή τους με τους αντίστοιχους προγραμματικούς λόγους των  ευρωπαίων εταίρων.  Συγκεκριμένα στο ΠΑΣΟΚ, όπως αναφέρει και ο Πασσάς (2009) «…υιοθετήθηκε το σύνολο της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας για μια Ευρώπη περισσότερο κοινωνική, οικολογική, πολυπολιτισμική, μια Ευρώπη με ισχυρή και δημοκρατικά νομιμοποιημένη οικονομική πολιτική». Αυτή η υιοθέτηση του συνόλου των πολιτικών έχει ως αντίκτυπο την ύπαρξη πλήρους ενημερωμένης πολιτικής ατζέντας για το ΠΑΣΟΚ για όλα τα ζητήματα που αφορούν τόσο την Ελλάδα, όσο και κατά προέκταση ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο.

Η Νέα Δημοκρατία από την πλευρά της, παρότι της ανήκει δικαιωματικά η πρωτοβουλία της ένταξης της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια  και ήταν το πρώτο ελληνικό κόμμα το οποίο εντάχθηκε σε κάποιον από τους κομματικούς σχηματισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (το1983), σε μεγάλο βαθμό αδυνατεί να αρθρώσει συγκροτημένο λόγο εφάμιλλο με του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, λόγω του καθυστερημένου και ανολοκλήρωτου οργανωτικού εξευρωπαϊσμού της (Κωνσταντινίδης Ι., 2009).

Ο χαμηλός βαθμός ενσωμάτωσης της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα την καθιστά σε μια θέση «παθητικού συνδιαμορφωτή των πολιτικών θέσεων», που περιορίζεται απλά στην καταγραφή και όχι στη διαμόρφωση των όποιων προτάσεων και εξελίξεων. Η παραπάνω διατύπωση θα μπορούσε να αποτελέσει εξήγηση για την αδυναμία εκφοράς συγκεκριμένων και συγκροτημένων προτάσεων για σημαντικά ζητήματα της εγχώριας πραγματικότητας, για τα οποία ο βασικός εγχώριος πολιτικός αντίπαλος (ΠΑΣΟΚ) έχει πλήρως διαμορφωμένη πολιτική ατζέντα.


[1] Για να γίνει σαφές το παραπάνω συμπέρασμα παρατίθεται ένα παράδειγμα: Το Μάρτιο του 2007, έπειτα από εισήγηση του Δανού βουλευτή Σίμον Εμίλ Άμιτζμπελ, υπερψηφίστηκε στη Δανία το νομοσχέδιο που επιτρέπει την υιοθεσία παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Με δεδομένη την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα, μια παρόμοια πρόταση από ένα εκ των κομμάτων εξουσίας, κατά πάσα πιθανότητα θα προκαλούσε σημαντικές κοινωνικές αντιδράσεις στην εκλογική τους βάση και θα δημιουργούσε επιπρόσθετα πολιτικά βάρη.

This entry was posted in Γενικά. Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *