Διεπιστημονική προσέγγιση των μαθησιακών δυσκολιών

Μαθησιακή δυσκολία είναι μια διαταραχή, η οποία πλήττει μία ή και περισσότερες από τις βασικές ψυχολογικές διαδικασίες που εμπλέκονται στην κατανόηση ή την χρήση της γλώσσας, προφορική ή γραπτή, και μπορεί να εκδηλωθεί σαν αδυναμία του παιδιού στο να ακούει, να σκέφτεται, να μιλάει, να γράφει, να προφέρει τις λέξεις, ή να εκτελεί μαθηματικούς υπολογισμούς.

Στη σημερινή σχολική πραγματικότητα, οι μαθησιακές δυσκολίες και κατ’ επέκταση, οι άμεσα συνδεόμενες με αυτές δυσκολίες της γραφής και της ανάγνωσης εμφανίζονται σε ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών. Μέσα από την αναγνώριση αυτής της κατάστασης, έρχεται στο προσκήνιο ένα πρόβλημα που απασχολεί έντονα όσους εμπλέκονται στη σχεσιακή δομή που συνεπάγεται η συστηματοποιημένη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής (μαθητές, γονείς, δασκάλους), καθώς και όσοι έχουν ως αντικείμενο τους την αντιμετώπιση αυτών των δυσκολιών (ειδικοί ερευνητές, ψυχολόγοι, λογοθεραπευτές).

Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κατά συνέπεια, το ενδιαφέρον όλων εστιάζεται συχνά στις δυσκολίες μάθησης που αντιμετωπίζουν τα παιδιά σήμερα. Μέσα από τις έρευνες και τις μελέτες που έχουν γίνει πάνω σε αυτό και τα ευρήματα τους, προέκυψαν ορισμένες προσεγγίσεις και θέσεις για τις μαθησιακές αυτές δυσκολίες. Αυτές τις θέσεις, τις παραθέτουμε παρακάτω:

Α. Οργανοκρατική αντίληψη

Κατά την οργανοκρατική αντίληψη, η πηγή των δυσκολιών της ανάγνωσης και της γραφής θα πρέπει να αναζητηθεί στον εγκέφαλο του παιδιού. Οι συγγραφείς αυτής της αντίληψης συμφωνούν κυρίως σε δύο σημεία. Το πρώτο έχει να κάνει με την αιτία του προβλήματος, η οποία για αυτούς είναι νευρολογική και επιπλέον κληρονομική. Το δεύτερο σημείο, που είναι και συμπληρωματικό του πρώτου, συνίσταται στον αποκλεισμό ενός συγκεκριμένου αριθμού άλλων πιθανών αιτιών.

Β. Λειτουργική και γνωστική αντίληψη

Αμέσως μετά τον Β’ Παγκοσμίου πολέμου εμφανίζεται και   αναπτύσσεται μια νέα αντίληψη που μπορούμε να ονομάσουμε  λειτουργική.  Η λειτουργική ή γνωστική θέση αναπτύσσεται στη Vernon(1977), αναφέροντας ότι οι μαθησιακές δυσκολίες οφείλονται σε κοινωνικο-πολιτιστικούς, συναισθηματικούς ή λειτουργικούς παράγοντες. Δίνοντας κυρίως προσοχή  στους τελευταίους, η Vernon διακρίνει τέσσερις κατηγορίες ανεπαρκειών, οι οποίες αντιστοιχούν στις τέσσερις ψυχολογικές λειτουργίες της αντίληψης, της μνήμης, της γλώσσας και της σκέψης. Η  ανάγνωση πιστεύεται ότι προκύπτει από το συντονισμό αυτών των διαφορετικών λειτουργιών. Έτσι οι δυσκολίες εκμάθησης της ανάγνωσης θεωρούνται αποτέλεσμα βλάβης της μιας ή της άλλης λειτουργίας. Με άλλα λόγια, για τους γνωστικούς, οι λειτουργικές ανεπάρκειες αποτελούν την αιτία των δυσκολιών που συναντούν τα παιδιά στην εκμάθηση της ανάγνωσης.

 Γ. Οι συναισθηματικές διαταραχές της προσωπικότητας –  Ψυχαλάνυση

 Μια Τρίτη θέση είναι ότι η εμφάνιση των μαθησιακών δυσκολιών μπορεί να οφείλεται  στην ύπαρξη συναισθηματικών διαταραχών ή διαταραχών των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Η ψυχανάλυση είναι η πρώτη θεωρητική θέση που εξετάζουμε, η οποία δίνει βάση σε παράγοντες έξω από το παιδί, κάτι που εμφανίζεται καθοριστικό στις οικογενειακές σχέσεις  όπου το παιδί αναπτύσσεται. Με το ψυχαναλυτικό ρεύμα, αυτό που πράγματι αναπτύσσεται είναι το κοινωνικο-συναισθηματικό δίκτυο του παιδιού τη στιγμή που μαθαίνει ανάγνωση  και όχι πλέον, όπως στις δυο προηγούμενες θεωρητικές θέσεις, η κατάσταση του εγκεφάλου του ή εκείνη του γνωστικού του εξοπλισμού.

 Δ. Κοινωνικοπολιτιστική αναπηρία

Η τέταρτη θέση, είναι η ονομαζόμενη κοινωνική-πολιτιστική αναπηρία. Η κοινωνική-πολιτιστική αναπηρία αποτελεί το κοινωνικό-οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού. Οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης έχουν ως κοινή αρχή τις διαφορές που οφείλονται στην κοινωνική προέλευση των παιδιών, με όρους κατωτερότητας ή, σε μια πιο πολιτική γλώσσα με όρους ανισοτήτων. Το γεγονός ότι αντιμετωπίζονται οι διαφορές με ρατσισμό έχει ως αποτέλεσμα την ανάγκη για συστηματική τους αντιμετώπιση από την εκπαίδευση. Πρέπει δηλαδή να άρει τις αντιθέσεις και τις ανισότητες

Ε. Η αμφισβήτηση του σχολείου

Τέλος, την πέμπτη θεωρία την αποτελεί η αμφισβήτηση του σχολείου. Η στάση στην οποία συνιστάται στο να αποδίδεται η αιτία των δυσκολιών εκμάθησης της ανάγνωσης όχι στο ίδιο το παιδί αλλά στο θεσμό που έχει αναλάβει να του μάθει να διαβάζει, δηλαδή το σχολείο, δεν είναι νέα. Ορισμένοι συγγραφείς προσπαθούν να αξιολογήσουν τις πιθανές επιδράσεις της σχολικής ζωής στα αναγνωστικά αποτελέσματα των παιδιών, διευρύνοντας την προοπτική τους, δηλαδή, περισσότερο και από την αναγνωστική μέθοδο, ενδιαφέρονται για τη σχολική παιδαγωγική μέθοδο που υιοθετείται στην τάξη. Εργασίες που υπάρχουν σχετικά με αυτό το θέμα, αντιπαραβάλλουν δύο τύπους παιδαγωγικών μεθόδων ο ένας χαρακτηρίζεται ως <<παραδοσιακός>> και ο άλλος ως <<μοντέρνος>>.

This entry was posted in Εκπαίδευση and tagged , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *