Ο ρόλος της ψυχανάλυσης στο πολιτικό έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές της κοινωνικής θεωρίας στο δυτικό μεταπολεμικό κόσμο και, παράλληλα, ένας από τους λίγους φιλοσόφους που επιχείρησαν το πάντρεμα δύο μεγάλων σχολών σκέψης της νεωτερικότητας, αυτής του Καρλ Μαρξ και αυτής του Σίγκμουντ Φρόϊντ. Ο στοχασμός του Καστοριάδη επισημαίνει τα όρια της ενσωμάτωσης ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων στην κοινωνική θεωία και, κατ’ επέκταση, αναδεικνύει τη σημασία της ψυχανάλυσης τόσο ως προς το άτομο όσο και πέρα απ’ αυτό, τους κοινωνικούς δεσμούς.

Το έργο του Καστοριάδη, καταρχήν, μπορεί να διακριθεί ανάμεσα σε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος συμπεριλαμβάνει τα κυρίως μαρξιστικά-τροτσκιστικά του γραπτά μέχρι τη δεκαετία του ‘60, που κατατέθηκαν στον κύκλο του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» (Socialisme Ou Barbarie) και υπογράφονται συνήθως με το ψευδώνυμο ‘Paul Cardan’∙ στη δεύτερη περίοδο, μετά το ’60, τα πολιτικά του ενδιαφέροντα διανθίζονται με πολυεπίπεδες επιρροές από το χώρο της ψυχανάλυσης, της φιλοσοφίας, τις διεπιστημονικές προσεγγίσεις των λεγόμενων ‘ιστορικών ψυχολόγων’ και συναδέλφων του στο πανεπιστήμιο J.P. Vernant, P.V.-Nacquet κ.α., όταν πια και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε αναπτύξει τη «θεωρία των φαντασιακών» (Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, 1975). Τον ίδιο τον Καστοριάδης αυτή τη δεύτερη περίοδο τον βρίσκουμε, εξάλλου, να κάνει ψυχανάλυση με σκοπό να εκπαιδευτεί στην ψυχαναλυτική μέθοδο ως θεραπευτής, επάγγελμα που ασκούσε βέβαια και η πρώτη σύζυγος του στο Παρίσι, η Pierra Aulagnier (Η Βία της Ερμηνείας, 1975). Έκτοτε δεν είναι σπάνιο να ανιχνεύσει κανείς ψυχαναλυτικές επιδράσεις στο έργο του Καστοριάδη σε δεκάδες άρθρα και βιβλία (ενδεικτικά: Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, 1999).

Μολονότι αυτές οι επιδράσεις είναι πολλαπλές, όσο το έργο του Καστοριάδη απομακρύνεται από το μαρξικό σύμπαν και διαμορφώνει τον δικό του προταγματικό λόγο περί ‘κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας’, τόσο πιο πολύ εμμένει σε κάποιές σταθερές φροϋδικές σταθερές. Η μία από αυτές συνίσταται στο γεγονός ότι ο Φρόϊντ αποκάλυψε ένα ολότελα νέο πεδίο γνώσης, τον χώρο των δράσεων της ψυχής, συνεπώς και ένα επεκτεινόμενο πεδίο γνώσεων γύρω από τους τρόπους της ύπαρξης, της σκέψης και του πράττειν του ατόμου. Ο στόχος της ψυχανάλυσης, κατά τον Φρόϊντ, να φέρει συνειδητό και ασυνείδητο σε μια νέα, αρμονική ισορροπία, εκθέτοντας προβλήματα και δυσλειτουργίες που θάφτηκαν στα βάθη της ψυχής και αναδύονται στην καθημερινότητα του ανθρώπου ως ψυχικός πόνος, είναι για τον Καστοριάδη ταυτόσημος με αυτό που ο ίδιος ονομάζει ως ‘ατομική αυτονομία’∙ η ανάδυση της συνείδησης, δηλαδή, των πράξεων του ατόμου από το ίδιο και η επεξεργασία τους. Σε δεύτερο επίπεδο, ο Καστοριάδης, αντλώντας από τα λεγόμενα κοινωνιολογικά γραπτά του Φρόϊντ [Τοτέμ και Ταμπού (1913), Ψυχολογία των Μαζών και Ανάλυση του Εγώ (1921), Η Δυσφορία στον Πολιτισμό (1929)], ανέδειξε τον τρόπο που ο Βιεννέζος ψυχαναλυτής αναλύει τους θεμέλιους μύθους συγκρότησης της κοινωνίας, προκειμένου να δείξει πως οι κοινωνίες θεσμίζονται με βάση τις εκάστοτε κυρίαρχες φαντασιακές σημασίες. Ο στόχος προς την ‘κοινωνική αυτονομία’ του Καστοριάδη επιτυγχάνεται όταν αυτές οι σημασίες, αυτοί οι θεμέλιοι μύθοι, γίνονται πλήρως συνειδητοί από το κοινωνικό σώμα και συζητώνται ρητά, στο πεδίο της δημοκρατικής διαβούλευσης των κοινωνιών.

Συμπερασματικά, η ψυχαναλυτική θεώρηση του ατόμου και της κοινωνίας από τον Καστοριάδη είναι αξεδιάλυτη από τον κριτικό κοινωνικό του προσανατολισμο του έργου του. Αυτή η κατεύθυνση του έργου του είναι με τη σειρά της σημαντική για την κοινωνική θεωρία γενικά, όσο το άτομο καταλαμβάνει στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα όλο και πιο σημαίνουσα θέση στον δυτικό κόσμο.

This entry was posted in Ψυχολογία and tagged , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *