Τα παράνομα αποδεικτικά μέσα και οι διακρίσεις τους

Ως παράνομα αποδεικτικά μέσα εκλαμβάνονται εκείνα που εμπίπτουν στις αναφορές των αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 Ν.3994/2011) και ανταποκρίνονται στις δικονομικές προϋποθέσεις των αποδεικτικών κανόνων των οποίων όμως η κτήση ή η χρησιμοποίηση προσκρούουν σε κάποιο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (1). Μερικά εκ των οποίων είναι:  οι μαγνητοταινίες ή οι φωτογραφίες που έχουν ληφθεί χωρίς τη συναίνεση και εν αγνοία των προσώπων που συμμετείχαν, η  παγίδευση τηλεφωνικής συσκευής, φωτογραφίες και έγγραφα που έχουν κλαπεί, η ομολογία διαδίκου που αντλήθηκε με τη βία, η μαρτυρία για γεγονότα που ο μάρτυρας πληροφορήθηκε μέσω παγίδευσης τηλεφωνικής συνομιλίας κλπ .

Σκόπιμη κρίνεται η διαφοροποίησή τους από τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου (ατελή) αποδεικτικά μέσα. Τα τελευταία έγιναν παραδεκτά με το άρθρο 270 § 2 ΚΠολΔ (μετά το Ν. 2915/2001 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 Ν.3994/2011) και ορίζονται ως τα αποδεικτικά μέσα που δεν ακολούθησαν τις επιταγές του νόμου του ΚΠολΔ κατά τη σύστασή τους και, επομένως, πάσχουν από πλευράς δικονομικού κύρους, δεν έχουν πλήρη αποδεικτική δύναμη και εκτιμώνται ελεύθερα (2). Αντίθετα, τα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποκτώνται όμως μετά από παράβαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών ή κανόνων ουσιαστικού δικαίου και ιδίως των περί ασύλου της κατοικίας, προστασίας των προσωπικών δεδομένων (ανθρώπινης αξιοπρέπειας, προσωπικής και θρησκευτικής ελευθερίας) και του απορρήτου της επικοινωνίας (3). Τα τελευταία δεν πάσχουν δικονομικά ως προς τις προϋποθέσεις  του κύρους τους και της αποδεικτικής τους δύναμης. Αθέμιτος είναι μόνο ο τρόπος που έχουν αντληθεί.

Σε κάθε περίπτωση, είναι ορθό να γίνεται διάκριση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων που παραβιάζουν συνταγματικές διατάξεις και αυτών που παραβιάζουν απλό νόμο. Όσον αφορά τα πρώτα, κρατούσα είναι η άποψη που δέχεται ότι αυτά είναι κατά κανόνα απαράδεκτα.  Συγκεκριμένα, τα μέσα αυτά προσβάλλουν πρωτίστως τον άβατο πυρήνα της προσωπικότητας, θίγουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής (άρθρ. 9 § 2, 19 Σ), την  αξιοπρέπεια του ανθρώπου (άρθρ. 2 § 1 Σ), το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ( άρθρ. 5 § 1 Σ) και το δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας (άρθρ. 9 § 1 Σ).

(1)  Καΐσης Α., Παράνομα αποδεικτικά μέσα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 26 § 3
(2) Γέσιου-Φαλτσή Π., Σύγχρονα ζητήματα αποδείξεως στην πολιτική δίκη, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 25
(3) Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο , Τόμος Γ, εκδ. Σάκκουλα 1988, σ. 55 παραγρ. 5

Συνεπώς, η απαγόρευση της χρησιμοποίησης των σχετικών αποδεικτικών μέσων θα πρέπει να είναι

απόλυτη στο χώρο της πολιτικής δίκης . Η υπεροχή των αξιών αυτών στηρίζεται στο επιχείρημα του

Αρείου Πάγου στην απόφαση της Ολομέλειας 1/2001 ότι ο σκοπός της δίκης δεν επιτυγχάνεται με

κάθε κόστος. Με τη φράση αυτή η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας αναφέρεται στις

υπέρτερες πάντων αξίες του ανθρώπου για προσωπική ζωή, οι οποίες μέσω του Συντάγματος

προστατεύονται στην οριζόντια σχέση μεταξύ των ιδιωτών.

Αναφορικά με αυτά που προσκρούουν σε διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (π.χ. 280 ΠΚ , 56, 57ΑΚ),

έχουν υποστηριχθεί ενδιάμεσες συμβιβαστικές απόψεις οι οποίες σε γενικές γραμμές συγκλίνουν

προς το παραδεκτό τους4 .

This entry was posted in Νομικά and tagged , , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *