Λογοτεχνία – Βιβλίο φαντασίας

Στις παρυφές του μεγάλου λιβαδιού, σχεδόν μισό μίλι από την πόλη και το κάστρο, βρήκε ένα μέρος όπου μια καμπύλη σε ένα ρυάκι είχε σχηματίσει μια βαθιά πισίνα. Πυκνές καλαμιές φύτρωναν κατά μήκος της όχθης της, και μια ψηλή φυλλώδης φτελιά δέσποζε στο τοπίο. Το ανοιξιάτικο γρασίδι ήταν πράσινο σαν σημαία ιππότη και απαλό στην αφή. Ήταν ένα όμορφο σημείο, και κανείς δεν το είχε διεκδικήσει ακόμη. Αυτή θα είναι η σκηνή μου, είπε ο Ντανκ στον εαυτό του, μια σκηνή σκεπαστή με φύλλα, πιο πράσινη ακόμη κι από τις σημαίες των Ταϊρέλ και των Έστερμοντ.

Τα άλογά του προηγούνταν. Αφού τα περιποιήθηκε, γδύθηκε και βύθισε τα πόδια του μέσα στην πισίνα για να ξεπλύνει τη σκόνη του ταξιδιού. «Ένας αληθινός ιππότης είναι καθαρός και ευσεβής,» έλεγε πάντα ο γέρος, επιμένοντας πως έπρεπε να πλένονται από την κορυφή μέχρι τα νύχια κάθε φορά που το φεγγάρι άλλαζε, είτε μύριζαν άσχημα είτε όχι. Τώρα που ήταν ιππότης, ο Ντανκ είχε ορκιστεί ότι θα έκανε το ίδιο.

Κάθισε γυμνός κάτω από τη φτελιά για να στεγνώσει, απολαμβάνοντας τη θέρμη του ανοιξιάτικου αέρα στο δέρμα του ενώ παρακολουθούσε μια δρακόμυγα να κινείται νωχελικά ανάμεσα στις καλαμιές. Γιατί να την ονομάσουν δρακόμυγα; αναρωτήθηκε. Δε μοιάζει καθόλου με δράκο. Όχι ότι ο Ντανκ είχε δει ποτέ δράκο. Ο γέρος είχε δει όμως. Ο Ντανκ είχε ακούσει την ιστορία πενήντα φορές, για το πώς ο Σερ Άρλαν ήταν μόνο ένα μικρό αγόρι όταν ο παππούς του τον είχε πάρει στο Κινγκς Λάντινγκ, και πως είχαν δει τον τελευταίο δράκο εκεί τη χρονιά πριν πεθάνει.

Ήταν μια πράσινη θηλυκιά, μικρή και καχεκτική, τα φτερά της μαραμένα. Κανένα από τα αυγά της δεν εκκολάφθηκε. «Κάποιοι λένε πως ο βασιλιάς Έγκον την δηλητηρίασε,» έλεγε ο γέρος. «Ο τρίτος Έγκον, όχι ο πατέρας του βασιλιά Ντέρον, αλλά αυτός που ονόμασαν Δρακο­όλεθρο, ή Έγκον ο Άτυχος. Φοβόταν τους δράκους, επειδή είχε δει το θηρίο του θείου του να καταβροχθίζει την ίδια του τη μητέρα. Τα καλοκαίρια είναι μικρότερα από τότε που πέθανε ο τελευταίος δράκος, και οι χειμώνες μακρύτεροι και σκληρότεροι.»

Ο αέρας άρχισε να ψυχραίνει καθώς ο ήλιος βούτηξε κάτω από τις κορυφές των δέντρων. Όταν ο Ντανκ ένιωσε την ανατριχίλα να κεντά τα μπράτσα του, τίναξε τον χιτώνα και το παντελόνι του χτυπώντας τα στον κορμό της φτελιάς για να διώξει την πολλή σκόνη, και τα φόρεσε για άλλη μια φορά. Την επόμενη ημέρα, θα μπορούσε να ψάξει τον άρχοντα των αγώνων και να εγγράψει το όνομά του, αλλά είχε άλλα ζητήματα τα οποία έπρεπε να εξετάσει απόψε εάν ήθελε να αγωνιστεί.

Δεν χρειαζόταν να μελετήσει την αντανάκλασή του στο νερό για να καταλάβει ότι δεν έμοιαζε και πολύ με ιππότη, οπότε κρέμασε την ασπίδα του Σερ Άρλαν στην πλάτη του ώστε να φαίνεται η σφραγίδα. Αφού έδεσε τα άλογα, ο Ντανκ τα άφησε να βοσκήσουν το παχύ πράσινο χορτάρι κάτω από τη φτελιά καθώς ξεκινούσε πεζός για την αγωνιστική περιοχή.

On the outskirts of the great meadow a good half mile from town and castle he found a place where a bend in a brook had formed a deep pool. Reeds grew thick along its edge, and a tall leafy elm presided over all. The spring grass there was as green as any knight’s banner and soft to the touch. It was a pretty spot, and no one had yet laid claim to it. This will be my pavilion, Dunk told himself, a pavilion roofed with leaves, greener even than the banners of the Tyrells and the Estermonts.

His horses came first. After they had been tended, he stripped and waded into the pool to wash away the dust of travel. “A true knight is cleanly as well as godly,” the old man always said, insisting that they wash themselves head to heels every time the moon turned, whether they smelled sour or not. Now that he was a knight, Dunk vowed he would do the same.

He sat naked under the elm while he dried, enjoying the warmth of the spring air on his skin as he watched a dragonfly move lazily among the reeds. Why would they name it a dragonfly? he wondered. It looks nothing like a dragon. Not that Dunk had ever seen a dragon. The old man had, though. Dunk had heard the story half a hundred times, how Ser Arlan had been just a little boy when his grandfather had taken him to King’s Landing, and how they’d seen the last dragon there the year before it died. She’d been a green female, small and stunted, her wings withered. None of her eggs had ever hatched. “Some say King Aegon poisoned her,” the old man would tell. “Thethird Aegon that would be, not King Daeron’s father, but the one they named Dragon­bane, or

Aegon the Unlucky. He was afraid of dragons, for he’d seen his uncle’s beast devour his own

mother. The summers have been shorter since the last dragon died, and the winters longer and

crueler.”

The air began to cool as the sun dipped below the tops of the trees. When Dunk felt gooseflesh

prickling his arms, he beat his tunic and breeches against the trunk of the elm to knock off the

worst of the dirt, and donned them once again. On the morrow he could seek out the master of the

games and enroll his name, but he had other matters he ought to look into tonight if he hoped to

challenge.He did not need to study his reflection in the water to know that he did not look much a

knight, so he slung Ser Arlan’s shield across his back to display the sigil. Hobbling the horses,

Dunk left them to crop the thick green grass beneath the elm as he set out on foot for the tourney

grounds.

This entry was posted in Γενικά and tagged , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *