Σε μια εποχή όπου το σύγχρονο σχολείο προσανατολίζεται στις επιστήμες και στην τεχνολογία, το μάθημα της λογοτεχνίας τείνει να έχει περιθωριακή θέση στο εκπαιδευτικό σκηνικό. Η διδασκαλία του σε αλλοδαπούς μαθητές, με δεδομένη την ατελή γνώση τους για την ελληνική γλώσσα αλλά και την πολιτισμική διαφορά τους, μοιάζει να το καθιστά ακόμα πιο αναποτελεσματικό σχετικά με τη σκοπιμότητα, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητά του.
Πράγματι, από πολλές απόψεις, η λογοτεχνία σήμερα αποτελεί ουσιαστικά μια μειονότητα. Στις σύγχρονες κοινωνίες, η λογοτεχνία συνιστά ένα είδος λόγου που βρίσκεται στο περιθώριο της καθημερινής ζωής, των πρακτικών μας ασχολιών, των επαγγελματικών μας δραστηριοτήτων, των κοινωνικών μας σχέσεων και των ψυχαγωγικών μας συνηθειών.
Aπό την άλλη πλευρά, είναι σ’ αυτόν το μειονοτικό λόγο της λογοτεχνίας που όλοι μας – κάποιοι συχνότερα, άλλοι σπανιότερα – στρεφόμαστε προκειμένου να καταλάβουμε και να ερμηνεύσουμε όλο αυτόν τον κόσμο της καθημερινότητάς μας και τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν. H σχέση μας με τη λογοτεχνία είναι ουσιαστικά μια σχέση φιλοξενίας ενός Άλλου που μας βοηθά να δώσουμε σχήμα και νόημα στα προσωπικά και ιστορικά μας βιώματα, να προσανατολιστούμε μέσα σ’ ένα ολοένα και πιο περίπλοκο κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, να πλάσουμε την ατομική αλλά και τη συλλογική μας ταυτότητα.
Συνεπώς, στην ίδια τη σχέση μας με τη λογοτεχνία ανακαλύπτουμε έναν κώδικα συμπεριφοράς, ένα ηθικό κανόνα επικοινωνίας και συνδιαλλαγής με τον πολιτισμικό Άλλο. Eδώ και πολλούς αιώνες το είδος λόγου που μεταφράζεται περισσότερο από κάθε άλλο είναι η λογοτεχνία.
Παρά τις ενστάσεις όλων εκείνων που τονίζουν ότι η λογοτεχνία, ως εκφραστής της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας κάθε λαού, είναι ριζικά αμετάφραστη, αυτή συνεχίζει (και μάλιστα με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς στην εποχή μας) να μεταφράζεται, προσφέροντας έτσι την καλύτερη απόδειξη του γεγονότος ότι οι πολιτισμοί δεν ζουν και αναπτύσσονται μέσα σε μια αυτάρεσκη και αυτάρκη εσωστρέφεια, αλλά μέσα από το διαρκή διάλογο και την αλληλοτροφοδότησή τους. Δηλαδή, ότι οι γλώσσες δεν συνιστούν κλειστούς, αυτο-ανακλώμενους κόσμους, αλλά μέσα επικοινωνίας, μέσα επαφής και προσοικείωσης.
Εκείνο ο χαρακτηριστικό που καθιστά τη λογοτεχνία άξια μετάφρασης, ολοένα και πιο υχνά, είναι η ιδιαίτερη σχέση αναγνώστη και συγγραφέα, καθώς και η σύμπτηξη ων ιδιαίτερων πολιτισμικών αναφορών με όλα τα συναφή τους. Επιπρόσθετα, το λογοτεχνικό κείμενο είναι εκείνο που συντελεί στην κατανόηση άλλων τρόπων ζωής, και κατά προέκταση, στην αποφυσικοποίηση και σχετικοποίηση του δικού μας.
Μολαταύτα, δικαιωματικά έχει ανατεθεί, κυρίως κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, πρωταγωνιστικός ρόλος στη λογοτεχνία. Αυτός ο ρόλος συναντάται τόσο στα ποικίλα προγράμματα μειονοτικής εκπαίδευσης που έχουν αναπτυχθεί διεθνώς, όσο και σε κάθε εθνικό σχολικό πρόγραμμα που έχει αναθεωρηθεί στη βάση των αρχών της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Kαι στις δύο αυτές περιπτώσεις, το μάθημα της λογοτεχνίας έχει προκριθεί ως προνομιακό μέσο για την καλλιέργεια του ήθους και των αξιών της πολυπολιτισμικής κοινωνίας· της κοινωνίας, δηλαδή, στην οποία όλες οι διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες και παραδόσεις συνυπάρχουν, συνδιαλέγονται και δημιουργούν χωρίς αποκλεισμούς ή στιγματισμούς.
Βάση της συγκεκριμένης παραδοχής, το μάθημα της λογοτεχνίας πιστεύεται ότι έχει ένα ζωτικό ρόλο μέσα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των εκάστοτε διαπολιτισμικών σχολείων. Μέσω αυτής φιλοδοξείται η επίτευξη του γενικού θεμελιακού στόχου, ο οποίος έχει τεθεί στα εκάστοτε δεδομένα. Ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος από το να καταστούν οι μαθητές αυτών των σχολείων ικανοί να ενταχθούν και να συμβάλουν, ισότιμα και δημιουργικά, στις κάθε είδους διαδικασίες, εξελίξεις και θεσμούς που διαμορφώνουν και μεταμορφώνουν καθημερινά τόσο το άμεσο, όσο και το ευρύτερο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον τους.