Επίδραση ιχθυοκαλλιεργειών σολωμού σε άγριους πληθυσμούς, παρακολούθηση με τεχνικές DNA

Ο σολωμός (Salmo salar L.) ανήκει στην οικογένεια Salmonidae, φτάνει τα 150cm μήκος και περίπου τα 45kg βάρος (Froese and Pauly, 2014, FishBase). Ζει κυρίως στο Βόρειο Ατλαντικό και σε ποτάμια που εκβάλλουν σε αυτόν καθώς έχει προτίμηση στα κρύα και πλούσια σε οξυγόνο νερά. Τα μικρά του γεννιούνται σε γλυκά νερά και παραμένουν εκεί για 2 με 5 χρόνια, και στη συνέχεια μετακινούνται στον ωκεανό, όπου ζουν για άλλα πέντε χρόνια.

Όταν ενηλικιωθούν επιστρέφουν πίσω στα ρυάκια και τις λίμνες όπου γεννήθηκαν για να αναπαραχθούν. Τα περισσότερα ψάρια πεθαίνουν μετά την αναπαραγωγή, ενώ λίγα επιστρέφουν στον ωκεανό. Η ιχθυοκαλλιέργεια του σολωμού στον Ατλαντικό ξεκίνησε στην Νορβηγία τη δεκαετία του ’70 με εγκατάσταση ιχθυοκλωβών στα φιορδ, προσπάθεια η οποία στέφθηκε με επιτυχία και έτσι και άλλες χώρες σε εύκρατα ύδατα, πρώτα στην Ευρώπη και μετά στον υπόλοιπο κόσμο άρχισαν να εκτρέφουν σολωμούς. Σήμερα πλέον, το μεγαλύτερο ποσοστό των σολωμών προέρχεται από τις υδατοκαλλιέργιες με την Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Χιλή και τον Καναδά να έχουν το 95% της παγκόσμιας παραγωγής σολωμού.

Οι Thodesen et al. το 1999 απέδειξαν πειραματικά ότι οι σολωμοί των ιχθυοκαλλιεργειών με επιλεκτική εκτροφή μπορούν να διπλασιάσουν το μέγεθος τους σε πέντε γενιές, το οποίο συναπάγεται με ταχεία αλλαγή του γενετικού τους υλικού έναντι των άγριων πληθυσμών. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει παρατηρηθεί ότι εκατοντάδες χιλιάδες άτομα σολωμού διαφεύγουν από τις εγκαταστάσεις των υδατοκαλλιεργειών και αναμειγνύονται με τους άγριους πληθυσμούς. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί κυρίως σε ποτάμια και ακτές όπου υπάρχει έντονη δραστηριότητα καλλιέργειας σολωμού και σε ορισμένες περιπτώσεις τα καλλιεργούμενα άτομα ξεπερνούσαν σε αριθμό τους άγριους πληθυσμούς (Fiske et al. 2006).

Το γεγονός αυτό έχει επίδραση στους άγριους πληθυσμούς και για το λόγο αυτό υπάρχει άμεση ανάγκη να βρεθεί ένα εργαλείο για την παρακολούθηση της γενετικής ροής από τους καλλιεργούμενους προς τους άγριους πληθυσμούς. Στους άγριους πληθυσμούς της Ιρλανδίας (Glifford et al. 1998), της Βόρειας Αμερικής (Bourret et al. 2011) και της Νορβηγίας (Skaala et al. 2006, Glover et al. 2012) έχουν παρατηρηθεί γενετικές διαφορές λόγω της εισροής των καλλιεργούμενων ατόμων στα φυσικά ενδιαιτήματα. Η αρχική προϋπόθεση για μια τέτοιου είδους παρακολούθηση είναι ότι πρέπει να είναι γνωστή η γενετική σύσταση τόσο των καλλιεργούμενων πληθυσμών όσο και των άγριων και συνεπώς να υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές. Οι Johnsson et al. το 2001 έδειξαν ότι οι άγριοι πληθυσμοί στη Νορβηγία παρουσίαζαν αυξημένους παλμούς καρδιάς έναντι των εκτρεφόμενων ατόμων και κατ’ επέκταση οι άγριοι πληθυσμοί είχαν πλεονέκτημα σε τυχόν επίθεση από θηρευτές. Επιπρόσθετα οι εκτρεφόμενοι πληθυσμοί έχουν γρηγορότερο ρυθμό αύξησης αλλά μειωμένη πιθανότητα επιβίωσης σε σχέση με τους φυσικούς πληθυσμούς. Επίσης, οι εκτρεφόμενοι πληθυσμοί έχουν μειωμένη γονιμότητα και η γενετική ροή μεταξύ των δυο πληθυσμών έχει ως επίπτωση την μείωση της γονιμότητας και των άγριων πλυθυσμών (McGinnity et al. 2003).

Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι να γίνει μια βιβλιογραφική ανασκόπηση των γενετικών αυτών τεχνικών που μπορούν να μας δείξουν πως και σε ποιο βαθμό η διαφυγή των εκτρεφόμενων ατόμων του σολωμού επηρρεάζει τη βιολογία των φυσικών αποθεμάτων. Οι βασικές πηγές της βιβλιογραφικής ανασκόπησης είναι το άρθρο των Glover et al. 2013 και το άρθρο των Glover et al. 2012 οι οποίοι μελέτησαν το φαινόμενο αυτό σε 20 ποτάμια της Νορβηγίας. Η επιλογή των άρθρων αυτών ως κορμό της εργασίας έγινε διότι η Νορβηγία έχει την μεγαλύτερη παραγωγή παγκοσμίως σε σολωμό υδατοκαλλιέργιας και επίσης είναι η χώρα όπου έχει καταγραφεί το μεγαλύτερο ποσοστό απόδρασης των εκτρεφόμενων ατόμων. Τέλος, λόγω της υδρομορφολογίας της, η Νορβηγία είναι ιδανική περίπτωση για να μελετηθεί η γενετική ροή λόγω των μεταναστεύσεων των πληθυσμών στους τόπους αναπαραγωγής.

Bourret V, O’Reilly PT, Carr JW, Berg PR and Bernatchez L, 2011. Temporal change in genetic integrity suggests loss of local adaptation in a wild Atlantic salmon (Salmo salar) population following introgression by farmed escapees. Heredity, 106: 500–510.

Clifford SL, McGinnity P and Ferguson A, 1998. Genetic changes in Atlantic salmon (Salmo salar) populations of Northwest Irish rivers resulting from escapes of adult farm salmon. Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences, 55: 358–363.

Fiske P, Lund RA, and Hansen LP, 2006. Relationships between the frequency of farmed Atlantic salmon, Salmo salar L., in wild salmon populations and fish farming activity in Norway, 1989-2004. Journal of Marine Science, 63: 1182-1189.

Froese R and Pauly D, Editors. 2014. FishBase. World Wide Web electronic publication. www.fishbase.org, version (11/2014).

Glover KA, Quintela M, Wennevik V, Besnier F, Sørvik AGE, Skaala Ø, 2012. Three Decades of Farmed Escapees in the Wild: A Spatio- Temporal Analysis of Atlantic Salmon Population Genetic Structure throughout Norway. Plus one, 7(8): e43129.

Glover KA, Pertoldi C, Besnier F, Wennevik V, Kent M and Skaala Ø, 2013. Atlantic salmon populations invaded by farmed escapees: quantifying genetic introgression with a Bayesian approach and SNPs. Genetics, 14:74.

This entry was posted in Περιβάλλον and tagged , , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *