Οι αρχές που χρησιμοποιεί το πρόγραμμα STAR για τον περιορισμό των μη λειτουργικών συμπεριφορών;

Πρωταρχικός σκοπός του προγράμματος διαχείρισης συμπεριφοράς STAR είναι η πλαισίωση και εντέλει περιθωριοποίηση των μη λειτουργικών ή επικίνδυνων συμπεριφορών (μ.α. αυτοτραυματισμοί, στερεοτυπικές συμπεριφορές). Επιπλέον, αποσκοπεί και στην απόκτηση επιδιωκόμενων συμπεριφορών θετικού χαρακτήρα (μ.α.
ομαδικό παιχνίδι). Θεμελιώδης αρχή του προγράμματος αποτελεί η πεποίθηση, ότι η αναδυόμενη προβληματική συμπεριφορά αποτελεί μία δράση με συγκεκριμένο σκοπό και αποσκοπεί κυρίως στην εκπλήρωση συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Υπό αυτή τη βάση επιχειρείται αναδιαμόρφωση κάποιου από τα συστατικά αυτής της δράσης, έτσι ώστε να υπάρξει αναχαίτηση της και τελικώς προώθηση εναλλακτικών συμπεριφορών για την επίτευξη το ίδιου σκοπού (του σκοπού δηλαδή που επιδίωκε το παιδί προηγουμένως με την εσφαλμένη συμπεριφορά). Το πρόγραμμα προωθεί την καταγραφή και ερμηνεία της υπάρχουσας προβληματικής συμπεριφοράς, οι οποίες συντελούν στον καθορισμό του σκοπού και στο σχεδιασμό της χορηγούμενης παρέμβασης (Cohen κ. συν., 2000). Υπό αυτή τη λογική τα στάδια-αρχές του προγράμματος STAR (που συντείνουν στην κατασκευή του ακρωνύμιού του) είναι τα ακόλουθα: Settings (Πλαίσιο), Triggers (Ερεθίσματα), Action (Δράση) και Results (Αποτελέσματα).

 Action (Δράση): Μπορεί τα στάδια του Πλαισίου και των Ερεθισμάτων να προηγούνται χρονικά, ωστόσο πρωταρχικό μέλημα είναι η πλαισίωση και ο καθορισμός της Δράσης προς τροποποίηση. Ο καθορισμός της δράσης αποτελεί ουσιαστικά και το πιο δύσκολο βήμα του θεραπευτή. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχει η συνήθεια να συσχετίζουμε την πράξη με τα αίτια που εμείς της αποδίδουμε. Αυτό επιφέρει αυτομάτως αποπροσανατολισμό αλλά οδηγεί και σε μία ανάλυση με προαποφασισμένα
αποτελέσματα. Σε περίπτωση δηλαδή που το παιδί αρνείται να προβεί σε εκτέλεση εντολών, τότε καθορίζουμε τη Δράση ως «αρνείται να συνεργαστεί/ επιδιώκει να με τσαντίσει», κάτι το οποίο σημαίνει ότι έχουμε προαποφασίσει τα πάντα και δεν μπορούμε να προβούμε εύκολα σε παρέμβαση για τροποποίηση της προβληματικής συμπεριφοράς). Αντιθέτως η περιγραφή της Δράσης οφείλει να πλαισιώνει με ακρίβεια μόνο τα γεγονότα (και όχι τη δικιά μας ξεχωριστή ερμηνεία), έτσι ώστε να επιτευχθεί ορθή αξιολόγηση και τροποποίηση της συμπεριφοράς. Αυτό απαιτεί από το θεραπευτή ειδική εξάσκηση ειδικά αν πρόκειται για ανάλυση παρόμοιων ή φαινομενικά ανόμοιων συμπεριφορών (Bruce,
Thernlund και Nettelbladt, 2006).
 Settings: Μία δράση (ανεπιθύμητη συμπεριφορά) εμφανίζεται πάντα κάτω από ορισμένα πλαίσια, τα οποία μπορεί να είναι είτε περιβαλλοντολογικά είτε προσωπικά. Στα πρώτα ανήκουν το φυσικό περιβάλλον (μ.α. σπίτι, σχολείο, παιδική χαρά), οι κοινωνικές διεπιδράσεις μέσα σε αυτό και οι δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχει το παιδί. Τα προσωπικά πλαίσια αφορούν στη φυσική-ψυχολογική κατάσταση του παιδιού (μ.α. αγχωμένο, νευριασμένο, πεινασμένο) και τις σκέψεις-προθέσεις του παιδιού. Τα πλαίσια
αποτελούν στοιχείο συμπεριφοράς αρκετά εύκολο προς τροποποίηση (βλ. στο ίδιο).
 Triggers: Η εμφάνιση μιας Δράσης εξαρτάται πολλές φορές και από τα αναδυόμενα ερεθίσματα. Επί της ουσίας πρόκειται για τα σήματα που εμφανίζονται σε μια κατάσταση πριν την προσέλκυση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Τα ερεθίσματα ποικίλουν και σηματοδοτούν μεταξύ άλλων τη διαθεσιμότητα ενός επιθυμητού/ανεπιθύμητου αντικειμένου, την έναρξη μιας ανεπιθύμητης ρουτίνας ή την αναστάτωση του. Τα ερεθίσματα μερικές φορές δε δύνανται προς περιορισμό (μ.α. οι έντονες φωνές ή κορνάρισμα έξω από το σπίτι), αλλά αποτελούν έναν εφικτό στόχο παρέμβασης (βλ. στο ίδιο).
 Results: Τα αποτελέσματα είναι τα γεγονότα που επακολουθούν των δράσεων και πληροφορούν τα παιδιά για την καταλληλόλητα της συγκεκριμένης δράσης. Τα αποτελέσματα αυτά είναι δυνατόν να ενισχύσουν ή να κινητροδοτήσουν την αποφυγή παρόμοιων μελλοντικών συμπεριφορών. Το αποτέλεσμα επομένως μπορεί να δρα άλλοτε ως θετικός ενισχυτής (μ.α. επιβράβευση μετά από ολοκλήρωση εργασίας) και άλλοτε
ως αρνητικός ενισχυτής (μ.α. έλλειψη βλεμματικής επαφής από μεριάς θεραπευτή μετά από ανάρμοστη συμπεριφορά του παιδιού). Επιπλέον, τα αποτελέσματα είναι κοινωνικά (μ.α. προσοχή, παρηγοριά, συμμετοχή σε επιθυμητή δραστηριότητα), αισθητηριακά (μ.α. βίωση ή αποφυγή αίσθησης) ή υλικά (μ.α. προσφορά αντικειμένου) (βλ. στο ίδιο).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bruce, B., Thernlund, G., & Nettelbladt, U., 2006. ADHD and language impairment. European child & adolescent psychiatry, 15(1), σελ. 52-60.
Cohen, N. J., Vallance, D. D., Barwick, M., Im, N., Menna, R., Horodezky, N. B., & Isaacson, L., 2000. The Interface between ADHD and laguage impairment: An examination of language, achievement, and cognitive processing. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 41(3), σελ. 353-362.

This entry was posted in Λογοθεραπεία and tagged , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *