Κατά τα χρόνια της ελληνιστικής περιόδου, ο κυριότερος όγκος παραγωγής λόγου,
εκφράστηκε μέσα από την ποίηση, ενώ ο πεζός λόγος χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την
καταγραφή επιστημονικών κειμένων. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της περιόδου, ήταν ο
Καλλίμαχος, ο Θεόκριτος και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, αλλά και πολλοί άλλοι λόγιοι, που
εργάζονταν κυρίως σε βιβλιοθήκες, όπως το περίφηµο Μουσείο της Αλεξάνδρειας. Τα
γραπτά τους δεν είναι εύκολο να διαβαστούν και να ερμηνευθούν, λόγω των πολλών
διακειµενικών αναφορών και των πραγµατολογικών και γλωσσικών ιδιομορφών. Ο
ιστοριογράφος Πολύβιος, ήταν από τους ελάχιστους που συνέγραψε σε πεζό λόγο. Επίσης,
παρατηρήθηκε άνθηση στα µαθηµατικά, στην αστρονοµία και τη µηχανική, τη βοτανική και
την ιατρική (Clauss J.J, 2010, σσ 101-105).
Ο ποιητικός λόγος, λοιπόν, αποτέλεσε το κύριο τρόπο έκφρασης κατά την
ελληνιστική περίοδο και γι’ αυτό η λογοτεχνία της εποχής, συχνά ταυτίζεται με την ποίηση.
Τα παραδοσιακά ποιητικά είδη των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, όπως το έπος, η λυρική
και η δραµατική ποίηση, ανασυντίθενται και δημιουργούνται νέες ποιητικές μορφές, όπως
επύλλιο, αιτιολογικό έπος, ειδύλλιο, µιµίαµβος, αλλά και νέα κωµωδία, ελληνιστικό έπος,
λογοτεχνικό επίγραµµα (Παπαγγελής Θ.Δ, 1994, σ. 10).
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δεν είναι εύκολο να ερμηνεύσουμε τα ποιήματα
που ανήκουν στην ελληνιστική περίοδο. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι οι
ποιητές των ελληνιστικών χρόνων, είναι λόγιοι, είναι φιλόλογοι. Επιπλέον, το κέντρο βάρους
της λογοτεχνικής έκφρασης μετατοπίζεται. Πλέον οι ποιητές δεν ασχολούνται με τα
κοινωνικά και τα ανθρωπολογικά προβλήματα των πολιτών, παρουσιάζοντάς τα μέσα από
διαλόγους και καταγραφή γεγονότων, αλλά μέσα από μονολόγους, όπου διερωτόνται για τα
μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα της ζωής. Με αυτό τον τρόπο, παράγονται κείμενα γεμάτα
µιµήσεις, επιδράσεις και παραλλαγές, από άλλα παλαιότερα ή και σύγχρονα έργα. Ο ποιητής
των ελληνιστικών χρόνων, δεν απευθύνεται στο κοινό έχοντας µια ηθικοπαιδαγωγική
αποστολή, αλλά απλά επιδιώκει την τέρψη του ακροατηρίου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με
το λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Τέτοιου είδους λογοτεχνικά έργα, όμως, δεν είναι δυνατόν να
έχουν μεγάλο εύρος µεγάλου ακροατηρίου (Bulloch A.W, 1990, σσ 42-46).
Παρ’ όλα αυτά, η κριτική που μπορούμε να ασκήσουμε σε αυτά τα έργα, έρχεται
αντιμέτωπη με αρκετές δυσκολίες, αφού μεγάλο μέρος των ποιημάτων της ελληνιστικής
περιόδου, έχει χαθεί. Έτσι, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν τα μορφολογικά και ποιητικά
στοιχεία, κινούνται στο ίδιο μοτίβο στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής. Παράλληλα,
εμφανίζεται μειωμένη η πρωτοτυπία των ποιημάτων των ελληνιστικών χρόνων, αφού σχεδόν
όλη η ποιητική δημιουργία της εποχής, εκτός από το είδος της δραματικής ποίησης, έχει
απολεσθεί. Πρόδρομοι αυτής της γενιάς ποιητών, αποτελούν ο Αντίµαχος του Κολοφώνιου
(γύρω στο 400 π.Χ.) και ο Φιλητάς από την Κω (4ος-3ος αι. π.Χ.) (Bulloch A.W, 1990, σ
106).
Συμπερασματικά, οι λογοτέχνες των ελληνιστικών χρόνων, εμφανίζονται μετά από
μια εποχή κορύφωσης, τόσο για την ποίηση όσο και για την πεζογραφία. Το παρελθόν, τους
επηρεάζει αρνητικά καθώς, δεν υπάρχει περιθώριο για πρωτοτυπία, με αποτέλεσμα να
υπάρχει ένα πλήθος μιμήσεων. Ανάμεσά τους, όμως, υπάρχουν ισχυρές ποιητικές
προσωπικότητες, που αφοµοιώνουν την παράδοση και προχωρούν προς την αντιπαράθεση,
την αναθεώρηση, τον νεωτερισµό. .