Οι Έλληνες πλοιοκτήτες και ,κατά συνέπεια η ελληνική εμπορική ναυτιλία, κατέχουν
την πρώτη θέση σε χωρητικότητα παγκοσμίως , υπερέχοντας ακόμη και μεγάλων
ναυτιλιακών κρατών , όπως η Νορβηγία. Είναι γεγονός πως ελάχιστα από τα δια θαλάσσης μεταφερόμενα φορτία αφορούν το ελληνικό κράτος, καθώς κυρίως τα ελληνικά πλοία επιδίδονται ως επί το πλείστον σε cross-trading. Παρόλο που η συνεισφορά του τομέα αυτού στην ελληνική οικονομία δεν είναι ευκρινώς αντιληπτή, δεν παύει να είναι πολύ σημαντική.
Αναλυτικότερα, η ελληνική εμπορική ναυτιλία αναπτύσσεται αυτοδύναμα και ανεξάρτητα
από την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αυτό συμβαίνει πρωτίστως γιατί οι επενδύσεις στα πλοία γίνονται σε άλλα κράτη που ασχολούνται με την ναυπήγησή τους και επιπλέον διότι τα μεταφερόμενα φορτία σπάνια προέρχονται ή προορίζονται προς τον Ελλαδικό χώρο. Άρα, η ελληνική ναυτιλία συμβαδίζει με τους ρυθμούς της παγκόσμιας οικονομίας που σημαίνει πως επιπρόσθετα πλήττεται πολυπαραγοντικά από εξελίξεις που πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που διαδραματίζονται παγκοσμίως.
Παρά τον διεθνή χαρακτήρα της, η ελληνική εμπορική ναυτιλία, συμβάλλει στην ελληνική
οικονομία. Αρχικά, συμβάλει στην απασχόληση ανθρώπινου δυναμικού τόσο επί του πλοίου όσο και στα γραφεία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Ωστόσο, παρόλο που οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα φτάνουν τις 600, ο παραναυτιλιακός τομέας είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένος και περιέχει λιμενικές επιχειρήσεις, εταιρείες πρακτόρευσης, logistics, ναυτασφαλιστικές και ναυλομεσιτικές επιχειρήσεις που απασχολούν μεγάλο αριθμό υπαλλήλων συνολικά. Επιπροσθέτως, συνεισφέρει στο ισοζύγιο πληρωμών καθώς και στο ΑΕΠ. Τέλος, είναι γεγονός πως η συμβολή της στο εθνικό εισόδημα είναι αξιοσημείωτη και συμβαίνει μέσω των μισθών των Ελλήνων ναυτικών επί των πλοίων, των εργαζομένων στις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες αλλά και της συνεισφοράς στον δημόσιο τομέα μέσω της φορολόγησης.